Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Διογένῃ

  • 1 Διογενή

    Διογενής
    sprung from Zeus: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    Διογενής
    sprung from Zeus: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    Διογενής
    sprung from Zeus: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > Διογενή

  • 2 Διογενῆ

    Διογενής
    sprung from Zeus: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    Διογενής
    sprung from Zeus: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    Διογενής
    sprung from Zeus: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > Διογενῆ

  • 3 διογενή

    διογενής
    sprung from Zeus: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    διογενής
    sprung from Zeus: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    διογενής
    sprung from Zeus: masc /fem acc sg (attic epic doric)
    δῑογενῆ, διογενής
    sprung from Zeus: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    δῑογενῆ, διογενής
    sprung from Zeus: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (epic doric aeolic)
    δῑογενῆ, διογενής
    sprung from Zeus: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > διογενή

  • 4 διογενῆ

    διογενής
    sprung from Zeus: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    διογενής
    sprung from Zeus: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    διογενής
    sprung from Zeus: masc /fem acc sg (attic epic doric)
    δῑογενῆ, διογενής
    sprung from Zeus: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    δῑογενῆ, διογενής
    sprung from Zeus: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (epic doric aeolic)
    δῑογενῆ, διογενής
    sprung from Zeus: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > διογενῆ

  • 5 Διογένη

    Διογένης
    masc nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    Διογένης
    masc acc sg (attic epic doric)
    Διογένης
    masc voc sg
    ——————
    Διογένης
    masc dat sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > Διογένη

  • 6 Διογένῃ

    Βλ. λ. Διογένη

    Morphologia Graeca > Διογένῃ

  • 7 Διογενης

        - ους, дор. ευς ὅ (acc. Διογένη и Διογένην) Диоген
        1) ὅ Ἀπολλωνιάτης, родом из Аполлонии на Крите, ученик Анаксимена, философ V в. до н.э., автор Περὴ φύσεως Arst., Plut., Anth.
        2) ὅ Σινωπεύς, родом из Синопы, родоначальник кинической философской школы Diog.L., Plut.
        3) ὅ Βαβυλώνιος, родом из Селевкии в Вавилонии, греч. философ II в. до н.э., глава афинской стоической школы после Зенона Diog.L.
        4) ὅ Λαέρτιος, родом из Лаэрты в Киликии, греч. писатель II в. н.э., автор Περὴ βίων, δογμάτων καὴ ἀποφθεγμάτων τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων

    Древнегреческо-русский словарь > Διογενης

См. также в других словарях:

  • Διογενῆ — Διογενής sprung from Zeus neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Διογενής sprung from Zeus masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) Διογενής sprung from Zeus masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διογενῆ — διογενής sprung from Zeus neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διογενής sprung from Zeus masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διογενής sprung from Zeus masc/fem acc sg (attic epic doric) δῑογενῆ , διογενής sprung from Zeus neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διογένη — Διογένης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Διογένης masc acc sg (attic epic doric) Διογένης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διογένῃ — Διογένης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ευδοκία η Μακρεμβολίτισσα — (; – 1096;). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του Κωνσταντίνου Γ’ Δούκα (1059 67) και ύστερα του Ρωμανού Δ’ του Διογένη (1068 71). Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, πεθαίνοντας, άφησε κηδεμόνα των γιων του τη μητέρα τους Ε., θέτοντάς της ως όρο, να …   Dictionary of Greek

  • δούκας — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινών αξιωματούχων από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. 1. Αλέξιος Ε’ ο Μούρτζουφλος. Βλ. λ. Αλέξιος. Όνομα αυτοκρατόρων. 2. Ανδρόνικος (9ος 10ος αι.). Κατηγορήθηκε ότι έλαβε μέρος σε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα… …   Dictionary of Greek

  • φιλίσκος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής της Μέσης Κωμωδίας. Το όνομά του βρίσκεται στους καταλόγους των νικητών των Ληναίων γύρω στα 377 π.Χ. Είναι γνωστοί οι τίτλοι των έργων του Διός γοναί, Φιλάργυροι, Θεμιστοκλής κ.ά. 2. Φ. ο Μιλήσιος. Μαθητής… …   Dictionary of Greek

  • Αντισθένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος φιλόσοφος (Αθήνα 444; – περ. 365 π.Χ.). Μαθητής του Γοργία αρχικά, προσελκύεται τελικά από την προσωπικότητα του Σωκράτη και εγκαταλείπει τον πρώτο δάσκαλό του με χλευασμούς. Μετά τον θάνατο του Σωκράτη,… …   Dictionary of Greek

  • Απολλόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σκιαγράφος (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Επονομάστηκε σκιαγράφος επειδή θεωρείται ότι χρησιμοποιούσε διαβαθμίσεις της φωτοσκίασης, δίνοντας έτσι πλαστικότητα στις μορφές και στα αντικείμενα που ζωγράφιζε και …   Dictionary of Greek

  • Nikolas Asimos — Nikolaos Asimopoulos Born August 20, 1949(1949 08 20) Died March 17, 1988(1988 03 17) (aged 38) Nationality Greek Other names Nikos Asimos …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»