-
1 δικαία
δικαίᾱ, δίκαιοςobservant of custom: fem nom /voc /acc dualδικαίᾱ, δίκαιοςobservant of custom: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)δικαίᾱ, δικαίαfem nom /voc /acc dualδικαίᾱ, δικαίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————δικαίᾱͅ, δίκαιοςobservant of custom: fem dat sg (attic doric aeolic)δικαίᾱͅ, δικαίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Δικαία
Δικαίᾱ, Δικαίαfem nom /voc /acc dual——————Δικαίᾱͅ, Δικαίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
3 δικαία
δικαία, ἡ, poet. = δίκη, E. M. p. 24, 48.
-
4 Δικαια
ἡ Дикея ( город во Фракии) Her. -
5 Δίκαια
Δικαίαfem nom /voc sg -
6 δικαία
-
7 Δικαίᾳ
Βλ. λ. Δικαία -
8 δικαίᾳ
Βλ. λ. δικαία -
9 δικαία
праведенправедна δίκαιαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δικαία
-
10 δίκαια
праведныправедно δικαίαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δίκαια
-
11 δίκαια
δίκαιοςobservant of custom: neut nom /voc /acc plδίκαιοςobservant of custom: neut nom /voc /acc pl -
12 δίκαια
1) equitably2) fairlyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δίκαια
-
13 δικαίας
δικαίᾱς, δίκαιοςobservant of custom: fem acc plδικαίᾱς, δίκαιοςobservant of custom: fem gen sg (attic doric aeolic)δικαίᾱς, δικαίαfem acc plδικαίᾱς, δικαίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
14 Δικαίας
Δικαίᾱς, Δικαίαfem acc plΔικαίᾱς, Δικαίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
15 δικαίαι
δικαίᾱͅ, δίκαιοςobservant of custom: fem dat sg (attic doric aeolic)δικαίᾱͅ, δικαίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
16 δικαίαν
δικαίᾱν, δίκαιοςobservant of custom: fem acc sg (attic doric aeolic)δικαίᾱν, δικαίαfem acc sg (attic doric aeolic) -
17 δίκαι'
δίκαια, δίκαιοςobservant of custom: neut nom /voc /acc plδίκαια, δίκαιοςobservant of custom: neut nom /voc /acc plδίκαιε, δίκαιοςobservant of custom: masc voc sgδίκαιε, δίκαιοςobservant of custom: masc /fem voc sgδίκαιαι, δίκαιοςobservant of custom: fem nom /voc plδίκαιαι, δικαίαfem nom /voc pl -
18 Δικαίαι
Δικαίᾱͅ, Δικαίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
19 Δικαίαις
Δικαίαfem dat pl -
20 Δικαίαισι
Δικαίαfem dat pl (epic ionic aeolic)
См. также в других словарях:
δικαία — δικαίᾱ , δίκαιος observant of custom fem nom/voc/acc dual δικαίᾱ , δίκαιος observant of custom fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δικαίᾱ , δικαία fem nom/voc/acc dual δικαίᾱ , δικαία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαίᾳ — δικαίᾱͅ , δίκαιος observant of custom fem dat sg (attic doric aeolic) δικαίᾱͅ , δικαία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δικαία — Δικαίᾱ , Δικαία fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δικαίᾳ — Δικαίᾱͅ , Δικαία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίκαια — Δικαία fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίκαια — I Ονομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Αρχαία πόλη στα παράλια της Θράκης, που ονομαζόταν και Δικαιόπολις. Βρισκόταν κοντά στα Άβδηρα και αποτελούσε ιωνική αποικία που, σύμφωνα με την παράδοση, είχε χτίσει ο γιος του Ποσειδώνα, Δίκαιος. Από την… … Dictionary of Greek
δικαία — (dicaea). Γένος πτηνών της οικογένειας των μελιφαγιδών, ιθαγενών της Αυστραλίας, της Ιάβας, της Νέας Γουινέας και των νησιών της Σούνδης. Στο γένος αυτό ανήκουν περίπου 50 είδη, τα γνωστότερα από τα οποία είναι η δ. η φλογώδης, που ζει στην Ιάβα … Dictionary of Greek
δίκαια — δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc pl δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία. — γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία. См. Хорошая жена юрт … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δικαίας — δικαίᾱς , δίκαιος observant of custom fem acc pl δικαίᾱς , δίκαιος observant of custom fem gen sg (attic doric aeolic) δικαίᾱς , δικαία fem acc pl δικαίᾱς , δικαία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δικαίας — Δικαίᾱς , Δικαία fem acc pl Δικαίᾱς , Δικαία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)