Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

Δελφικός

См. также в других словарях:

  • Δελφικός — Delphi masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελφικός — ή, ό (AM δελφικός, ή, όν) [Δελφοί] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Δελφούς ή προέρχεται από αυτούς («το δελφικό τον ιερέα», «χρησμόν δελφικόν», «δελφικῷ ξίφει») αρχ. το θηλ. ως ουσ. η δελφική ρωμαϊκό τραπέζι με τρία πόδια …   Dictionary of Greek

  • δελφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Δελφούς: Οι δελφικοί χρησμοί ήταν ιεροί στην αρχαιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δελφικά — Δελφικός Delphi neut nom/voc/acc pl Δελφικά̱ , Δελφικός Delphi fem nom/voc/acc dual Δελφικά̱ , Δελφικός Delphi fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δελφικῶν — Δελφικός Delphi fem gen pl Δελφικός Delphi masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δελφικόν — Δελφικός Delphi masc acc sg Δελφικός Delphi neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δελφικαῖς — Δελφικός Delphi fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δελφικαί — Δελφικός Delphi fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δελφικοῖς — Δελφικός Delphi masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δελφικοί — Δελφικός Delphi masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δελφικοῦ — Δελφικός Delphi masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»