Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

Δαπ

См. также в других словарях:

  • Honor society — In the United States, an honor society is an organization of rank, the induction into which recognizes excellence among one s peers. There are numerous societies recognizing various fields and circumstances; the Order of the Arrow, for example,… …   Wikipedia

  • Sociedad de honor — Las sociedades de Honor . Ilustración de la Tyee 1909 (Anuario de la Universidad de Washington). En los Estados Unidos, una sociedad de honor es una organización profesional, el ingreso en la cual reconoce la excelencia de la persona entre sus… …   Wikipedia Español

  • δάπτω — (Α) 1. (για άγρια ζώα) καταβροχθίζω («λύκοι... οἵ τ ἔλαφον κεραὀν μέγαν... δάπτουσιν» λύκοι που καταβροχθίζουν μεγάλο ελάφι) 2. (για φωτιά) κατακαίω, κάνω στάχτη («Ἕκτορα πυρί δαπτέμεν» να κάνει τον Έκτορα η φωτιά στάχτη) 3. (για σκώρους και… …   Dictionary of Greek

  • εύλογος — η, ο (ΑΜ εὔλογος, ον) 1. αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή κρίση, ο λογικός, ο συνετός («εὐλογα νουθετήματα», Αισχύλ.) 2. αυτός που φαίνεται πιθανός, πιθανοφανής, αληθοφανής («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.) 3. ο ορθός, ο σωστός (α.… …   Dictionary of Greek

  • κλήμα — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • πανευγενής — ές, Μ 1. εξαιρετικά ευγενής, αυτός που έχει πολύ υψηλή καταγωγή («ἦν τῶν Ἑλλήνων βασιλεύς, πανευγενής καὶ ἀνδρείος», Διήγ. Αχιλλ.) 2. (στον υπερθ.) πανευαγέστατος τιμητική προσφώνηση άρχοντα («καὶ πανευγενεστάτῳ τῆς κραταιᾱς τῷ ἑρμηνεῑ...… …   Dictionary of Greek

  • πανόσιος — α, ο / πανόσιος, ία, ον, ΝΜ 1. οσιότατος, κατά τα πάντα όσιος 2. (το αρσ. στον υπερθ. ως ουσ.) ο πανοσιότατος και πανοσιώτατος τιμητικός τίτλος τών άγαμων κληρικών και ιερομονάχων («πανοσιώτατοι ἡγούμενοι», Καισ. Δαπ.) …   Dictionary of Greek

  • παρόμοιος — α, ο / παρόμοιος, ον και παρόμοιος, οία, ον, ΝΜΑ ο πολύ ή σχεδόν όμοιος με άλλον, ο παραπλήσιος, ο παρεμφερής (α. «παρόμοια ηχώ θα λαλήσει / τού κόσμου την ύστατη μέρα», Σολωμ. β. «ἀγόρασα ἄλλην μίαν παρομοίαν», Καισ. Δαπ. γ. «παρόμοιον ἔχειν τι… …   Dictionary of Greek

  • περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… …   Dictionary of Greek

  • πλατυσμός — ο, ΝΜΑ [πλατύνω] πλάτυνοη, εύρυνση μσν. μτφ. ευρύτητα («καὶ ὁ πλατυσμὸς καὶ τὰ κυριώτερα μέρη ταύτης, τῆς σχεδὸν ἀπείρου ἀρχῆς», Καισάρ. Δαπ.) αρχ. 1. ευρύς, ανοιχτός χώρος («καὶ ἐξήγαγε με εἰς πλατυσμόν», ΠΔ) 2. μτφ. καύχηση, κομπορρημοσύνη …   Dictionary of Greek

  • πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»