Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Δαμασκηνός

См. также в других словарях:

  • δαμασκηνός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Οσιομάρτυρας από την Κωνσταντινούπολη, ασκητής στο Άγιον Όρος. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου. 2. Ιερομάρτυρας, ιερομόναχος της μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους. Μαρτύρησε στη Βουλγαρία το 1771 …   Dictionary of Greek

  • δαμασκηνός — ή, ό αυτός που γίνεται στη Δαμασκό: Δαμασκηνό σπαθί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δαμασκηνός Στουδίτης — (Θεσσαλονίκη αρχές 16ου αι. – 1575;). Συγγραφέας λαϊκών θρησκευτικών αναγνωσμάτων και μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτας (1574; 75;). Οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του είναι αμφίβολες και ανεπαρκείς. Είναι γνωστό πάντως ότι υπήρξε μαθητής… …   Dictionary of Greek

  • Δαμασκηνός, Μιχαήλ — (περ. 1530 – 1592;). Κρητικός ζωγράφος φορητών εικόνων. Εργάστηκε στο Ηράκλειο (έως το 1574 και μετά το 1584), στη Βενετία (1574 82) και στην Κέρκυρα (1582 84). Ξεχώρισε από τους σύγχρονούς του, Κρητικούς και άλλους, με τον πλούτο της παραγωγής… …   Dictionary of Greek

  • Δαμασκηνός, Νικόλαος — (τέλη 1ου αι. π.Χ. – αρχές 1ου αι. μ.Χ.). Ιστορικός και φιλόσοφος. Γεννήθηκε στη Δαμασκό, στην οποία οφείλει άλλωστε και το επώνυμό του, και ήταν σύγχρονος και φίλος του Αύγουστου Καίσαρα και του βασιλιά Ηρώδη. Κατά το 5 π.Χ. στάλθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • Δαμασκηνός, Πέτρος — (12ος αι.). Βυζαντινός ασκητικός συγγραφέας. Φαίνεται ότι άκμασε στο πρώτο μισό του 12ου αι. αλλά για τη ζωή του δεν γνωρίζουμε παρά μόνο ότι ήταν μοναχός και ότι έζησε πολύ κοντά στον Συμεών τον μεταφραστή. Οπωσδήποτε είναι δικά του έργα τα… …   Dictionary of Greek

  • Νικόλαος Δαμασκηνός — Βλ. λ. Δαμασκηνός, Νικόλαος …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης ο Δαμασκηνός — (Δαμασκός, περ. 675 – Ιεροσόλυμα, περ. 750). Θεολόγος, υμνογράφος και διδάσκαλος της Εκκλησίας. Καταγόταν από οικογένεια γνωστή με το όνομα Μανσούρ και ο πατέρας του ήταν λογοθέτης στην αυλή του χαλίφη Αμπτ ελ Mαλέκ. Στην αρχή ακολούθησε και ο… …   Dictionary of Greek

  • Дамаскин (Папандреу) — В Википедии существуют статьи о других людях с именем Дамаскин и фамилией Папандреу. Не следует путать с Дамаскином (Папандреу)  архиепископом Афинским, регентом и премьер министром Греции. Митрополит Дамаскин Μητροπολίτης Δαμασκηνός… …   Википедия

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»