-
1 Δαμασκηνός
Grammatical information: m.sg.Meaning: `of' or `from Damascus'; of cloth `damask' (Edict. Diocl.); - οί `damsons' PFreib. ii\/iii AD.Derivatives: - ὸν `Damscene-plum, damson' (Ath.).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] SyriaEtymology: From the town Δαμασκός.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Δαμασκηνός
-
2 Δαμασκηνός
Δαμασκηνός, ή, όν from Damascus ὁ Δ. the Damascene (Strabo, Athen., Geopon., Joseph.) 2 Cor 11:32. -
3 δαμασκηνός
η, ό[ν] дамасский;δαμασκηνός χάλυβας — дамасская сталь
-
4 Δαμασκηνός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Δαμασκηνός
-
5 Δαμασκηνός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Δαμασκηνός
-
6 Δαμασκηνός
Дамасский.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Δαμασκηνός
-
7 Damascus
Damascus, ī, f. (Δαμασκός), die uralte, durch Obstbau (Pflaumen, Terebinthen), seit Diokletian durch ihre Waffenfabriken berühmte Hauptstadt von Cölesyrien, am Chrysorrhoas (j. Barbines od. Barrada), j. Damaschk od. Dameschk, Curt. 3, 12 sq. Flor. 3, 5, 29. Vulg. gen. 14, 15. Stat. silv. 1, 6, 14 (wo griech. Form Damascos). – Dav. Damascēnus, a, um (Δαμασκηνός), damaszenisch, aus Damaskus, pruna, Plin. u.a.: negotiator, Vulg.: Syrus D., Vulg.: Plur. subst., Damascēnī, ōrum, m., die Einw. von Damaskus, die Damaszener, civitas Damascenorum = Damascus, Vulg. 2. Cor. 11, 32. – subst., a) Damascēnus, ī, m., Beiname Jupiters, Inscr. – b) Damascēna, ae, f. (sc. regio), die Gegend von Damaskus, Plin.: dieselbe Damascēnē, ēs, f., Mela. – c) damascēna, ōrum, n. (sc. pruna), Pflaumen aus Damaskus, Edict. Diocl. 6, 86. Apic. 4, 181; 7, 280 u. ö.
-
8 булат
(прочная сталь) о δαμασκηνός χάλυβας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > булат
-
9 Дамаск
(дамасская сталь) о Δαμασκηνός χάλυβας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > Дамаск
-
10 сталь
ο χάλυβ/ας, ο χάλυψ, разг. το ατσάλι (ξεν.)закалять - σκληρύνω το - α, βάφω το - αбыстрорежущая - ταχείας κοπής, ο ταχυχάλιψбулатная - см. дамасская -высоколегированная - υψηλά κραματομέ-νος -, το πλούσιο χαλυβόκραμαконвертерная - см. бессемеровская -конструкционная - των κατασκευών, δομικός -мартеновская - Σήμενς, - Μαρτέν της ανοικτής εστίαςмягкая - μαλακός -, ναυπηγίσιμος -нелегированная - κοινός -, ανθρακούχος -низколегированная - χαμηλά κραματομένος -, το πτωχό χαλυβόκραμαпростая - κοινός -, ανθρακούχος -профильная - σεμορφοδοκούς, ο μορφοχάλυβαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сталь
-
11 булат
булатм ὁ δαμασκηνός χάλυψ. -
12 булатный
булат||ныйприл δαμασκηνός, ἀτσάλινος. -
13 Damascus
Damascus, ī, f. (Δαμασκός), die uralte, durch Obstbau (Pflaumen, Terebinthen), seit Diokletian durch ihre Waffenfabriken berühmte Hauptstadt von Cölesyrien, am Chrysorrhoas (j. Barbines od. Barrada), j. Damaschk od. Dameschk, Curt. 3, 12 sq. Flor. 3, 5, 29. Vulg. gen. 14, 15. Stat. silv. 1, 6, 14 (wo griech. Form Damascos). – Dav. Damascēnus, a, um (Δαμασκηνός), damaszenisch, aus Damaskus, pruna, Plin. u.a.: negotiator, Vulg.: Syrus D., Vulg.: Plur. subst., Damascēnī, ōrum, m., die Einw. von Damaskus, die Damaszener, civitas Damascenorum = Damascus, Vulg. 2. Cor. 11, 32. – subst., a) Damascēnus, ī, m., Beiname Jupiters, Inscr. – b) Damascēna, ae, f. (sc. regio), die Gegend von Damaskus, Plin.: dieselbe Damascēnē, ēs, f., Mela. – c) damascēna, ōrum, n. (sc. pruna), Pflaumen aus Damaskus, Edict. Diocl. 6, 86. Apic. 4, 181; 7, 280 u. ö.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > Damascus
-
14 1153
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1153
-
15 дамасский
επ.δαμασκηνός, της Δαμασκού, από τη Δαμασκό. || από δαμασκηνό ατσάλιεκφρ.- ая сталь – δαμασκηνό ατσάλι.
См. также в других словарях:
δαμασκηνός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Οσιομάρτυρας από την Κωνσταντινούπολη, ασκητής στο Άγιον Όρος. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου. 2. Ιερομάρτυρας, ιερομόναχος της μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους. Μαρτύρησε στη Βουλγαρία το 1771 … Dictionary of Greek
δαμασκηνός — ή, ό αυτός που γίνεται στη Δαμασκό: Δαμασκηνό σπαθί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δαμασκηνός Στουδίτης — (Θεσσαλονίκη αρχές 16ου αι. – 1575;). Συγγραφέας λαϊκών θρησκευτικών αναγνωσμάτων και μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτας (1574; 75;). Οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του είναι αμφίβολες και ανεπαρκείς. Είναι γνωστό πάντως ότι υπήρξε μαθητής… … Dictionary of Greek
Δαμασκηνός, Μιχαήλ — (περ. 1530 – 1592;). Κρητικός ζωγράφος φορητών εικόνων. Εργάστηκε στο Ηράκλειο (έως το 1574 και μετά το 1584), στη Βενετία (1574 82) και στην Κέρκυρα (1582 84). Ξεχώρισε από τους σύγχρονούς του, Κρητικούς και άλλους, με τον πλούτο της παραγωγής… … Dictionary of Greek
Δαμασκηνός, Νικόλαος — (τέλη 1ου αι. π.Χ. – αρχές 1ου αι. μ.Χ.). Ιστορικός και φιλόσοφος. Γεννήθηκε στη Δαμασκό, στην οποία οφείλει άλλωστε και το επώνυμό του, και ήταν σύγχρονος και φίλος του Αύγουστου Καίσαρα και του βασιλιά Ηρώδη. Κατά το 5 π.Χ. στάλθηκε από τον… … Dictionary of Greek
Δαμασκηνός, Πέτρος — (12ος αι.). Βυζαντινός ασκητικός συγγραφέας. Φαίνεται ότι άκμασε στο πρώτο μισό του 12ου αι. αλλά για τη ζωή του δεν γνωρίζουμε παρά μόνο ότι ήταν μοναχός και ότι έζησε πολύ κοντά στον Συμεών τον μεταφραστή. Οπωσδήποτε είναι δικά του έργα τα… … Dictionary of Greek
Νικόλαος Δαμασκηνός — Βλ. λ. Δαμασκηνός, Νικόλαος … Dictionary of Greek
Ιωάννης ο Δαμασκηνός — (Δαμασκός, περ. 675 – Ιεροσόλυμα, περ. 750). Θεολόγος, υμνογράφος και διδάσκαλος της Εκκλησίας. Καταγόταν από οικογένεια γνωστή με το όνομα Μανσούρ και ο πατέρας του ήταν λογοθέτης στην αυλή του χαλίφη Αμπτ ελ Mαλέκ. Στην αρχή ακολούθησε και ο… … Dictionary of Greek
Дамаскин (Папандреу) — В Википедии существуют статьи о других людях с именем Дамаскин и фамилией Папандреу. Не следует путать с Дамаскином (Папандреу) архиепископом Афинским, регентом и премьер министром Греции. Митрополит Дамаскин Μητροπολίτης Δαμασκηνός… … Википедия
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek