-
1 Δαίφαντος
Δαΐφαντος, Δαΐφαντοςmasc nom sg -
2 Δαΐφαντος
Δαΐφαντος reputedly a son of Pindar, Vit. Ambr., p. 3, 3. Dr.: Δαίφαντον, ᾧ καὶ δαφνηφορικὸν ᾆσμα ἔγραψεν v. ad. fr. 94c. -
3 Δαιφάντου
Δαϊφάντου, Δαΐφαντοςmasc gen sg -
4 Δαιφάντω
-
5 Δαιφάντῳ
-
6 Δαίφαντον
Δαΐφαντον, Δαΐφαντοςmasc acc sg
См. также в других словарях:
Δαίφαντος — Δαΐφαντος , Δαΐφαντος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαιφάντου — Δαϊφάντου , Δαΐφαντος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαιφάντῳ — Δαϊφάντῳ , Δαΐφαντος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαίφαντον — Δαΐφαντον , Δαΐφαντος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)