-
1 παρα-στείχω
παρα-στείχω ( στείχω), daneben vorbei, vorübergehen, δόμοις Aesch. Ch. 561, sp. D., wie Ep. ad. 366 (IX, 679); – hineingehen, δόμους, Soph. Ant. 1255, auch c. gen., ὥς μ' ὁρᾷ ὄχου παραστείχοντα, O. R. 808; νάματα Δίρκης, Nonn. D. 46, 142.
-
2 νᾱμα
νᾱμα, τό, das Fließende, der Quell, das Naß; Aesch. Prom. 808; Κασταλίας, Soph. Ant. 1117; Δίρκης, Eur. Phoen. 102; ποτάμιον, Cycl. 98; auch πυρός, Med. 1187; von den Thränen, δακρύων ῥήξασα ϑερμὰ νάματα, Soph. Tr. 915; ὄσσων Eur. Herc. Fur. 625; νᾶμα βάκχιον, Ar. Eccl. 14 u. sp. D., wie νᾶμα Βρομίου, Anacr. 44, 11; u. in Prosa, wie Plat. ἄφϑονα κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα, Critia. 111 d; τὰ ἐκ Διὸς ἰόντα νάματα, Regen, Legg. VIII, 844 b; u. übertr., τὸ λόγων νᾶμα κάλλιστον καὶ ἄριστον πάντων ναμάτων, Tim. 75 e; ἐξ ἀλλοτρίων ποϑὲν ναμάτων διὰ τῆς ἀκοῆς πεπληρῶσϑαι, Phaedr. 235 c; Sp., Luc. Herm. 60; Plut. öfter.
-
3 ἐπί-σκοπος
ἐπί-σκοπος, ὁ, ἡ, der Aufseher, der die Aufsicht über Etwas führt; einige alte Grammatiker betonten ἐπισκοπός, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 299. Von den Göttern, τοὶ γὰρ ἄριστοι μάρτυροι ἔσσονται καὶ ἐπίσκοποι ἁρμονιάων, sie werden über das Halten der Verträge wachen, Il. 22, 255; ἐπ. ὁδαίων, Aufseher über die Waaren, Od. 8, 163; von Hektor, ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ, Beschützer, Il. 24, 729; Χάριτες Μινυᾶν ἐπίσκοποι Pind. Ol. 14, 4; ϑεοῖς πεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποις, Beschützer des Marktes, Aesch. Spt. 254; πατρῴων ὀμμάτων ἐπισκόπους Ch. 124; vgl. Eum. 710; σῆς ἕδρας ἐπίσκοποι Soph. O. C. 112; von Bacchus, νυχίων φϑεγμάτων ἐπίσκ., Ant. 1148; τοῦ νεκροῦ, Späher, die auf den Leichnam achten, 217; ἦ τιν' ἑταίρων ὀτρυνέεις Τρώεσσιν ἐπίσκοπον, als Späher gegen die Troer, Il. 10, 38, vgl. 342; δράκων Δίρκης ναμάτων ἐπ. Eur. Phoen. 932; in Prosa, πᾶσιν ἐπίσκοπος ἐτάχϑη Νέμεσις Plat. Legg. IV, 717 d; τούτων οἱ νομοφύλακες ἐπίσκοποι ἀκριβεῖς ἔστωσαν VI, 762 d u. öfter, wie Sp., ϑεοὶ χρηστῶν ἐπίσκοποι καὶ πονηρῶν ἔργων Plut. Cam. 5, wie Ζεὺς μάρτυρ καὶ ἐπ. τῶν πραττομένων Hdn. 7, 10, 6; ἐπίσκοπος ὀϊστῶν, Beherrscher, Lenker der Pfeile, Theocr. 24, 106; auch c. dat., ἀγυιαῖς ἔσσῃ καὶ λιμένεσσιν ἐπ. Callim. Dian. 39. – In Athen hießen so bes. die in die unterworfenen Städte geschickten Männer, welche die Angelegenheiten derselben leiteten, Ar. Av. 1023 u. Schol. dazu; so auch Inscr. 73; vgl. Harpocr. u. Böckh's Staatshaush. I S. 436 ff. – In N. T. u. K. S. Aufseher über eine Gemeinde, Bischof.
-
4 ἐξ-αμείβω
ἐξ-αμείβω, 1) vertauschen, verändern, ϑαρσεῖτε σαρκὸς ἐξαμείψασαι τρόμον, das Zittern verbannend, Eur. Bacch. 607. – Vom Orte, darüber hingehen, πρῶνα Aesch. Pers. 130; Δίρκης ὕδωρ Eur. Phoen. 131; Μακεδονίαν, durchwandern, Xen. Ages. 2, 2; absol. εἰ μὴ ἐξαμείψει χωρὶς ὀμμάτων ἐμῶν, weggehen, Eur. Or. 272, u. so – 2) intr. abwechseln, φόνῳ φόνος ἐξαμείβων Eur. Or. 816, wie im med. ἔργου ἔργον ἐξημείβετο, eine Arbeit folgte auf die andere, Hel. 1533. – 3) vergelten, im med., κακαῖσι ποιναῖς ταῖςδέ μ' ἐξημείψατο Aesch. Prom. 223, mit den Strafen vergalt er mir.
См. также в других словарях:
Δίρκης — Δίρκη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
ναρός — ναρός, ά, όν (Α) αυτός που ρέει, ο υγρός, ο ρευστός («ναρᾱς Δίρκης», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ναFερος < νάω + κατάλ. ερός πρβλ. θαλ ερός) με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού F και συναίρεση] … Dictionary of Greek
Απολλώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κρόνος (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρηναία, δάσκαλος του φιλοσόφου Διόδωρου. 2. Α. ο Ρόδιος (Αλεξάνδρεια 295; – Ρόδος 215; π.Χ.). Ο επιφανέστερος επικός ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου. Παιδαγωγός… … Dictionary of Greek
Δίρκη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν σύζυγος του βασιλιά της Θήβας, Λύκου. Η Δ. κράτησε αιχμάλωτη για πολλά χρόνια την ερωμένη του Δία, Αντιόπη, μητέρα των διδύμων Αμφίονος και Ζήθου, που είχαν αφεθεί νεογέννητοι στον Κιθαιρώνα και τους ανέθρεψαν βοσκοί.… … Dictionary of Greek
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek
Ταυρίσκος — Γλύπτης και ζωγράφος. Έζησε τον 2o αι. π.Χ. Καταγόταν από τις Τράλλεις και ήταν αδελφός και συνεργάτης του γλύπτη Απολλώνιου και θετός γιος του γλύπτη Μενεκράτη. Αναφέρεται μόνο από τον Πλίνιο, σύμφωνα με μαρτυρίες του οποίου εργάστηκε μαζί με… … Dictionary of Greek