-
1 γαιος
-
2 Γάϊος
{собств., 5}Гаий (земляной, глиняный).1. Македонянин, спутник ап. Павла (Деян. 19:29);2. дервянин (из Дервии), сопровождавший ап. Павла на пути в Малую Азию (Деян. 20:4);3. Коринфянин, которого крестил ап. Павел, и в доме которого, очевидно, часто собирались и останавливались верующие (Рим. 16:23; 1Кор. 1:14);4. Один из любимых учеников ап. Иоанна, возможно, предыдущий (3Ин. 1:1).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Γάϊος
-
3 Γάϊος
{собств., 5}Гаий (земляной, глиняный).1. Македонянин, спутник ап. Павла (Деян. 19:29);2. дервянин (из Дервии), сопровождавший ап. Павла на пути в Малую Азию (Деян. 20:4);3. Коринфянин, которого крестил ап. Павел, и в доме которого, очевидно, часто собирались и останавливались верующие (Рим. 16:23; 1Кор. 1:14);4. Один из любимых учеников ап. Иоанна, возможно, предыдущий (3Ин. 1:1).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Γάϊος
-
4 Γάϊος
Гай (букв. Земляной, Глиняный; имя нескольких христиан, о которых мало что известно).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Γάϊος
-
5 Γάϊος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Γάϊος
-
6 Γάϊος
-
7 βουγαιος
-
8 εγγαιος
2 и 3 и ἔγγειος 21) приросший к земле или растущий из земли(φυτά Plat.)
2) подземный(σκότος Plut.; sc. θεοί Anth.)
3) земной(οὐκ ἔ., ἀλλ΄ οὐράνιος Plat.)
4) земельный(κτῆσις Polyb.; συμβόλαιον Dem.)
τόκοι ἔγγειοι Dem. — доход с земельных участков5) находящийся в земле, врытый в землю(τῶν λίθων μέρη Plut.)
τὰ ἔγγεια Dem. — врытое в землю (сельскохозяйственное) имущество6) туземный, отечественный(ἥβα Aesch.)
τὰ ἔγγαια Xen. ( в отличие от ὑπερόρια) — земельные владения внутри страны -
9 εντονος
21) (туго) натянутый(λιθοβόλοι Polyb.)
2) напряженный, упорный(ἅμιλλα Plut.)
3) пылкий, стремительный(ὑφ΄ ἥβης σπλάγχνον ἔντονον Eur.; Γάϊος Γράκχος Plut.)
4) упорный, настойчивый(γνώμη Her.)
-
10 επιγαιος
2ион. находящийся на землеτὰ ἐπίγαια Her. — непосредственно соприкасающиеся с землей части, т.е. основание (пирамиды)
-
11 ισογαιος
-
12 καταγαιος
-
13 μελαγγαιος
-
14 μεσογαιος
-
15 υπογαιος
-
16 φιλογαιος
-
17 1050
{собств., 5}Гаий (земляной, глиняный).1. Македонянин, спутник ап. Павла (Деян. 19:29);2. дервянин (из Дервии), сопровождавший ап. Павла на пути в Малую Азию (Деян. 20:4);3. Коринфянин, которого крестил ап. Павел, и в доме которого, очевидно, часто собирались и останавливались верующие (Рим. 16:23; 1Кор. 1:14);4. Один из любимых учеников ап. Иоанна, возможно, предыдущий (3Ин. 1:1).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1050
См. также в других словарях:
Γάιος — Γάϊος , Γαῗος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάιος — γάϊος , γάιος onland masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής: 1. Γ. Γράκχος. Βλ. λ. Γράκχοι. 2. Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός Γ. Βλ. λ. Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός. 3. Κορνήλιος Γάλλος Γ. (69 π.Χ. – 26 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Διετέλεσε κυβερνήτης… … Dictionary of Greek
Μάριος, Γάιος — (Gaius Marius, Άρπινο 158 π.Χ. – Ρώμη 86 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός και στρατηγός. Μολονότι υπήρξε homo novus (άνδρας χωρίς ευγενική καταγωγή), κατάφερε με την υποστήριξη των Μετέλλων να συμμετάσχει στην πολιτική ζωή διατρέχοντας ολόκληρο το cursus … Dictionary of Greek
Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος — (Gaius Julius Caesar, Ρώμη 100 – 44 π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός, πολιτικός, συγγραφέας και δικτάτορας της Ρώμης. Καταγόταν από το Ιούλιο γένος. Από τον θείο του, Μάριο, προσηλυτίστηκε στο πολιτικό στρατόπεδο των πληβείων. Η τοποθέτησή του στο πλευρό … Dictionary of Greek
Σαλλούστιος Κρίσπος, Γάιος — (Sallustius Crispus). Λατίνος ιστορικός (Αμιτέρνον, Σαβίνη 86 π.Χ. Ρώμη 35 π.Χ.). Το 50 αποπέμφθηκε από τη Σύγκλητο λόγω ανηθικότητας, αλλά, αφού αποκαταστάθηκε από τον Καίσαρα, έγινε ταμίας και αργότερα πραίτορας και διοικητής της Αφρικής, όπου… … Dictionary of Greek
Τρεμπονιανός Γάλλος, Γάιος Βίμπιος — (Trebonianus Gallus, ; – 253 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Κυβερνήτης της Κάτω Μοισίας, το 250 δέχτηκε την επίθεση των Γότθων και σώθηκε από τον αυτοκράτορα Δέκιο, που βρήκε τον θάνατο από προδοσία εκείνου στη μάχη της Αβρίττου (251). Ανακηρύχθηκε … Dictionary of Greek
Ακουίλιος, Γάιος Γάλλος — (Caius Gallus Aquilius, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος νομομαθής, μαθητής του Μούκιου Σκαιόλα, που τον θαύμαζε ο Κικέρωνας για τη ρητορική του δεινότητα. Έγινε γνωστός με την actio de dolo (αγωγή για δόλο) και την stipulatio aquilliana (ακουιλιανή… … Dictionary of Greek
Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός — (Gaius Julius Caesar Octavianus Augustus, Ρώμη 63 π.Χ. – Νόλα 14 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου και της Αττίας, ανιψιάς του Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε (45 π.Χ.) και τον όρισε με διαθήκη κληρονόμο του. Όταν πέθανε ο … Dictionary of Greek
Βελλήιος Πάτερκλος, Γάιος — (Gaius Velleius Paterculus, 1ος αι. μ.Χ.). Λατίνος ιστορικός, συγγραφέας μιας επίτομης παγκόσμιας ιστορίας σε δύο τόμους. Το κριτήριό του για τη σύγχρονή του ιστορία είναι επηρεασμένο από τον θαυμασμό του για τον Τιβέριο (του οποίου υπήρξε… … Dictionary of Greek