-
1 Γελλώ
Γελλώ, - οῦςGrammatical information: f.Meaning: name of a ghost (Sapph.); εἴδωλον Έμπούσης τὸ τῶν ἀώρων, τῶν παρθένων, and δαίμων, ἥν γυναῖκες τὰ νεογνὰ παιδία φασὶν ἁρπάζειν H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Perhaps in MedGr. and ModGr. Γυλοῦ, s. Maas ByzZ 17, 224f., Kretschmer Glotta 2, 331. No doubt a Pre-Greek figure.Page in Frisk: 1,295Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Γελλώ
-
2 Γελλώ
Γελλώ, - οῦςGrammatical information: f.Meaning: name of a ghost (Sapph.); εἴδωλον Έμπούσης τὸ τῶν ἀώρων, τῶν παρθένων, and δαίμων, ἥν γυναῖκες τὰ νεογνὰ παιδία φασὶν ἁρπάζειν H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Perhaps in MedGr. and ModGr. Γυλοῦ, s. Maas ByzZ 17, 224f., Kretschmer Glotta 2, 331. No doubt a Pre-Greek figure.Page in Frisk: 1,295Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Γελλώ
См. также в других словарях:
γύλος — (julis). Γένος τελεοστέων ψαριών της οικογένειας των λαβριδών. Το σώμα τους είναι μακρουλό, πεπιεσμένο στις πλευρές και καλύπτεται από λέπια μεσαίου μεγέθους. Το κεφάλι είναι γυμνό, αρκετά ισχυρό, το στόμα μικρό και έχει χοντρά σαγόνια… … Dictionary of Greek