Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Γουατεμάλα

См. также в других словарях:

  • Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… …   Dictionary of Greek

  • Γουατεμάλα, πόλη — (Guatemala City). Πρωτεύουσα (1.090.310 κάτ. το 2002) του κράτους της Γουατεμάλας. Ιδρύθηκε το 1776, τρία χρόνια μετά την καταστροφή της παλιάς πρωτεύουσας Αντίγκουα από σεισμό. Το 1902, η νέα πρωτεύουσα ισοπεδώθηκε από έναν καινούργιο σεισμό και …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • Μπελίζ — Κράτος της βορειανατολικής Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό και Ν και ΝΔ με τη Γουατεμάλα. Βρέχεται Α από την Καραϊβική Θάλασσα.Mετά την εξαφάνιση του πολιτισμού των Mάγια, η ιστορία της μικρής χώρας, που από την 1η Iουνίου… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Κιτσέ — I (Quiche). Αρχαίος λαός της Κεντρικής Αμερικής, ο οποίος γλωσσολογικά αποτελούσε τμήμα των Μάγια. Περίπου τον 13o αι. μ.Χ. οι Κ. ίδρυσαν στη Γουατεμάλα ένα ακμαίο βασίλειο που το διοικούσαν φεουδάρχες, το 1524 όμως υποτάχθηκαν στους Ισπανούς. Αν …   Dictionary of Greek

  • Ονδούρα — Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει ΒΔ με τη Γουατεμάλα, ΝΔ με το Ελ Σαλβαδόρ, Ν με τη Νικαράγουα. Βρέχεται Β από τη θάλασσα των Αντιλλών, και Ν έχει μια μικρή μόνο διέξοδο στον Ειρηνικό ωκεανό.Στην Ο. ανήκουν τα νησιά που βρίσκονται στον… …   Dictionary of Greek

  • καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… …   Dictionary of Greek

  • Μεντσού, Ριγκομπέρτα — (Rigoberta Menchu, Κουιτσέ 1959 –). Γουατεμαλέζα κοινωνική ακτιβίστρια. Μεγάλωσε σε φτωχή οικογένεια σε περιοχή των Μάγια. Από μικρή ηλικία συμμετείχε στις δράσεις κοινωνικού μετασχηματισμού της καθολικής εκκλησίας και κατά την εφηβεία της… …   Dictionary of Greek

  • Τσιάπας — (Chiapas). Πολιτεία του νότιου Μεξικού που βλέπει στον Ειρηνικό ωκεανό, ανάμεσα στον ισθμό Τεχουαντέπεκ και στα σύνορα με τη Γουατεμάλα. Έχει έκταση 73.887 τ. χλμ. και πληθυσμό περίπου 3.203.915 κατοίκους. Πρωτεύουσα είναι η πόλη Τούστλα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»