Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Γλυκώνειος

См. также в других словарях:

  • γλυκώνειος — α, ο (Μ γλυκώνειος, εία, ειον) [Γλύκων] 1. αυτός που επινοήθηκε από τον Γλύκωνα 2. «γλυκώνειος στίχος» στίχος που αποτελείται από τέσσερεις πόδες, τρείς τροχαίους και ένα δάκτυλο 3. «γλυκώνειον μέτρον» μέτρο που αποτελείται από γλυκώνειους… …   Dictionary of Greek

  • Γλυκωνείων — Γλυκώνειος fem gen pl Γλυκώνειος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλυκώνειον — Γλυκώνειος masc acc sg Γλυκώνειος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλυκωνείου — Γλυκώνειος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλυκώνεια — Γλυκώνειος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκωνικός — ή, ό ο γλυκώνειος* …   Dictionary of Greek

  • γλύκων — I (2ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος γλύπτης. Ως καλλιτέχνης εντάσσεται στους νεοαττικούς. Στο μουσείο της Νάπολης της Ιταλίας υπάρχει άγαλμα γνωστό με τον χαρακτηρισμό Ηρακλής του Φαρνέζε, που βρέθηκε στις θέρμες του Καρακάλλα, και το οποίο έχει επιγραφή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»