Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Γιγαντομαχίας

См. также в других словарях:

  • Γιγαντομαχίας — Γιγαντομαχίᾱς , Γιγαντομαχία battle of the gods and giants fem acc pl Γιγαντομαχίᾱς , Γιγαντομαχία battle of the gods and giants fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγαντομαχίας — γιγαντομαχίᾱς , γιγαντομαχία battle of the gods and giants fem acc pl γιγαντομαχίᾱς , γιγαντομαχία battle of the gods and giants fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παναθήναια — I Η μεγαλύτερη θρησκευτική και πολιτική γιορτή των αρχαίων Αθηνών. Iδρύθηκε κατά την παράδοση από τον Θησέα και γιορταζόταν τον μήνα Εκατομβαιώνα (Ιούλιο Αύγουστο) προς τιμήν της Πολιάδας Αθηνάς. Τα Π. διακρίνονταν σε Μικρά, που γίνονταν κάθε… …   Dictionary of Greek

  • αντήνωρ — I (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος γλύπτης. Πατέρας του ήταν ένας εξαίρετος ζωγράφος, ο Ευμάρης. Ο Α. ήταν αυτός που φιλοτέχνησε το σύμπλεγμα των Τυραννοκτόνων, το οποίο μετέφερε ο Ξέρξης στην Περσία, όταν τα στρατεύματά του λεηλάτησαν την Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • Άτταλος — I Όνομα τριών βασιλιάδων της Περγάμου. 1. Ά. Α’ ο Σωτήρ (269 197 π.Χ.). Ο πρώτος βασιλιάς του ελληνιστικού αυτού κράτους (241 197). Η νίκη του εναντίον των Γαλατών υπήρξε η μεγάλη δόξα του. Χάρη στη διπλωματία και στις στρατηγικές του ικανότητες …   Dictionary of Greek

  • Γίγαντες — Μυθολογικά πρόσωπα. Όντα με ανθρώπινη μορφή αλλά με υπερφυσικές διαστάσεις και δύναμη. Κατά την ελληνική μυθολογία, αποτελούσαν την προσωποποίηση των καταστρεπτικών και ανεξέλεγκτων δυνάμεων της φύσης (π.χ. σεισμοί), σε αντίθεση με τους θεούς.… …   Dictionary of Greek

  • Δαμάστωρ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γίγαντας που επιχείρησε στη διάρκεια της Γιγαντομαχίας, μαζί με άλλους γίγαντες, να ανεβεί με σκάλα στον ουρανό για να καταπολεμήσει τους θεούς. Μην έχοντας άλλο όπλο, άρπαξε το πτώμα του αδελφού του, Πάλλαντα, που τον είχε… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ερέτριας — Στη σημερινή του μορφή το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ερέτριας εγκαινιάστηκε το 1991 (Ίσιδος & Αρχαίου Θεάτρου). Τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα ανθρώπινης παρουσίας στην Ερέτρια και στην ευρύτερη περιοχή, από τη νεολιθική εποχή έως τα πρώτα χρόνια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»