Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Γεωργιανός

См. также в других словарях:

  • γεωργιανός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Γεωργία τής ΕΣΣΔ 2. το αρσ. ως ουσ. ο κάτοικος τής Γεωργίας ή όποιος κατάγεται απ αυτήν 3. το θηλ. ως ουσ. η Γεωργιανή η γλώσσα τών Γεωργιανών …   Dictionary of Greek

  • μπρίστολ — I (Bristol). Πόλη (399.243 κάτ.) της νοτιοδυτικής Αγγλίας, στην κομητεία Γκλάστερ, 175 χλμ. Δ του Λονδίνου, κατά μήκος του κατώτερου ρου του ποταμού Έιβον. Ιδρύθηκε πιθανώς τον 6o αι. μ.Χ. και μέχρι τον Μεσαίωνα ήταν σημαντικό λιμάνι· από εκεί… …   Dictionary of Greek

  • Καχιασβίλι, Κάχι — (Τσινβάλι Γεωργίας 1969 –). Αθλητής της άρσης βαρών και Ολυμπιονίκης. Ο πατέρας του είναι Γεωργιανός και η μητέρα του ελληνικής καταγωγής (το γένος Λαμπρινίδη). Είναι πτυχιούχος πολυτεχνείου, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Ελλάδα το… …   Dictionary of Greek

  • Μπέρια, Λαβρέντι Πάβλοβιτς — (Μερτσεούλι Γεωργίας 1899 – 1953). Γεωργιανός πολιτικός και αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών της πρώην ΕΣΣΔ. Έλαβε μέρος στην Οκτωβριανή επανάσταση (1917), οργάνωσε τις υπηρεσίες ασφαλείας στη περιοχή του Καυκάσου (1921 31) και στη συνέχεια ανέλαβε …   Dictionary of Greek

  • Νεμιρόβιτς-Ντάντσενκο, Βλαντιμίρ Ιβάνοβιτς — (Vladimir Ivanovich Nemirovich Danchenko,Τιφλίδα 1858 – Μόσχα 1943). Γεωργιανός συγγραφέας, σκηνοθέτης, διευθυντής και κριτικός του θεάτρου και διηγηματογράφος. Αρχικά ήταν δημοσιογράφος, κατόπιν κριτικός και διηγηματογράφος (Με το ψωμί των… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»