-
1 γεράστιος
-
2 Γεραστιος
ὁ герастий (месяц спартанского календаря, соотв. атт. элафеболиону) Thuc. -
3 Γεράστιος
Γεράστιος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Γεράστιος
-
4 γεράστιος
-
5 Γεραστίου
Γεράστιοςa month: masc gen sg -
6 Γεραίστιος
A v. Γεράστιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Γεραίστιος
См. также в других словарях:
Γεραίστιος ή Γεράστιος — Αρχαία ονομασία ενός μήνα στη Λακεδαίμονα, στην Καλαβρία και στην Τροιζήνα. Αντιστοιχούσε στον αττικό Ελαφηβολιώνα Μουνιχιώνα (Μάρτιοή Απρίλιο). Γ. επίσης ονομαζόταν ένας μήνας στην Κω, που αντιστοιχούσε με τον Αύγουστο … Dictionary of Greek
Γεραστίου — Γεράστιος a month masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)