Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Γεράστιος

См. также в других словарях:

  • Γεραίστιος ή Γεράστιος — Αρχαία ονομασία ενός μήνα στη Λακεδαίμονα, στην Καλαβρία και στην Τροιζήνα. Αντιστοιχούσε στον αττικό Ελαφηβολιώνα Μουνιχιώνα  (Μάρτιοή Απρίλιο). Γ. επίσης ονομαζόταν ένας μήνας στην Κω, που αντιστοιχούσε με τον Αύγουστο …   Dictionary of Greek

  • Γεραστίου — Γεράστιος a month masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»