-
1 γεδέοντες
См. также в других словарях:
Γελέοντες — masc nom/voc pl Γελέων masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γελέοντες — Η πρώτη από τις τέσσερις φυλές στις οποίες υποδιαιρούνταν οι Ίωνες. Στην Αθήνα, η φυλή αυτή περιλάμβανε, όπως και οι τρεις άλλες, τρεις φατρίες και καθεμία από αυτές τριάντα γένη. Κατά τον Στράβωνα, οι Γ. ήταν οι λαμπροί, οι άρχοντες ή τα… … Dictionary of Greek
ГЕЛЕОНТЫ — • Γελέοντες, см. Φυλή, Фила, 2 … Реальный словарь классических древностей
Γελέοντας — Γελέοντες masc acc pl Γελέων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γελέοντος — Γελέοντες masc gen sg Γελέων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ФИЛА — • Φυλή, племя (колено), обозначение подразделения народа у греков, название, происшедшее, очевидно, из стремления дать отдельным частям народа, равно как и самому народу, генеалогическое происхождение, привести эти части к… … Реальный словарь классических древностей
Αιγικορείς — Μία από τις τέσσερις αρχαίες φυλές της Αττικής και πολλών άλλων ιωνικών πόλεων. Οι άλλες ήταν οι Αργαδείς, οι Οπλίτες και οι Γελέοντες. Επειδή η ετυμολογία των λέξεων ήταν άγνωστη υπήρχαν δύο ερμηνείες. Η μία ότι τις δημιούργησε ο Ίων και τους… … Dictionary of Greek
Αργαδείς — Μία από τις τέσσερις παλιές φυλές της Αττικής, που περιλάμβανε τους εργατικούς, τους ασχολούμενους με τη γη και τις τέχνες (οι άλλες ήταν οι Αιγικορείς, Γελέοντες και Όπλητες) … Dictionary of Greek
Μίλητος — I Μυθολογικό πρόσωπο, ιδρυτής της Μιλήτου, φίλος του Σαρπηδόνα. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν τον μύθο του με μερικές παραλλαγές. Ο Απολλόδωρος υποστηρίζει πως ήταν γιος του Απόλλωνα και της Αρείας, ενώ ο Οβίδιος τον αποκαλεί Δικωνίδη, δηλαδή… … Dictionary of Greek
Γελέων — Γέλα fem gen pl (epic ionic) Γελέοντες masc nom sg Γελέων masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)