-
1 Γαμηλιώνος
-
2 Γαμηλιῶνος
-
3 γαμηλιώνος
-
4 γαμηλιῶνος
См. также в других словарях:
Γαμηλιῶνος — Γαμηλιών it was the fashionable time for weddings masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλιῶνος — γαμηλιών it was the fashionable time for weddings masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ληναιών — Ληναιών, ῶνος, ὁ (Α) [Λήναι] αρχαία ιωνική ονομασία τού έβδομου αττικού μήνα Γαμηλιώνος, κατά τον οποίο τελούνταν τα Λήναια και που αντιστοιχεί με το διάστημα από τα μέσα Ιανουαρίου ώς τα μέσα Φεβρουαρίου … Dictionary of Greek
προβατοδόρας — ὁ, Α 1. ο γδάρτης προβάτων 2. άλλη ονομασία για τον μήνα τού ιωνικού ημερολογίου Ληναιών, που ήταν αντίστοιχος τού αττικού Γαμηλιώνος και κατά τον οποίο τελούσαν τα Λήναια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + δόρας / δόρος (< δορός / δορά < δέρω… … Dictionary of Greek