Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Γίγαντες

  • 1 Γίγαντες

    1 Giants, children of Earth. βασιλεὺς Γιγάντων Porphyrion P. 8.17

    ὅταν θεοὶ ἐν πεδίῳ Φλέγρας Γιγάντεσσιν μάχαν ἀντιάζωσιν N. 1.67

    Γίγαντας ὃς ἐδάμασας i. e. Herakles N. 7.90

    Lexicon to Pindar > Γίγαντες

  • 2 Γίγαντες

    Γίγαντες: the Giants, a wild race related to the gods, Od. 7.59, 206, and Od. 10.120.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Γίγαντες

  • 3 Γίγαντες

    Γίγας
    mighty: masc nom /voc pl

    Morphologia Graeca > Γίγαντες

  • 4 γίγαντες

    γίγας
    mighty: masc nom /voc pl

    Morphologia Graeca > γίγαντες

  • 5 Ἀπόλλων

    ᾰπόλλων (-ων, -ωνος, -ωνι, -ωνα, -ον)
    a ὑπ' Ἀπόλλωνος γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας sc. Euadne O. 6.35

    δᾶμον Ὑπερβορέων Ἀπόλλωνος θεράποντα O. 3.16

    ἔννεπε δ' εὐθὺς Ἀπόλλων as Pythian oracle O. 8.41 ( Χάριτες)

    χρυσότοξον θέμεναι πάρα Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους O. 14.11

    χρυσέα φόρμιγξ, Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾶν κτέανον P. 1.1

    Κίνυραν, τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων P. 2.16

    εἰς Ἀίδα δόμον ἐν θαλάμῳ κατέβα, τέχναις Ἀπόλλωνος sc. Koronis P. 3.11

    τότ' ἔειπεν Ἀπόλλων P. 3.40

    οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος ἱέρεα χρῆσεν P. 4.5

    τῷ μὲν Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας P. 4.66

    οὔ τί που οὗτος ἈπόλλωνP. 4.87

    ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν πατὴρ ἔμολεν, εὐαίνητος Ὀρφεύς P. 4.176

    ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ in Cyrene P. 4.294 ὁ δ' ἀρχαγέτας Ἀπόλλων since his oracle ordered the foundation of Cyrene P. 5.60 Ἄπολλον, τεᾷ, Καρνήἰ, ἐν δαιτὶ (Boeckh: Καρνεῖε) codd.: at Cyrene) P. 5.79 Ἐρεχθέος ἀστῶν, Ἄπολλον, οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν (i. e. the Alkmaionidai: cf. Herod., 5. 62) P. 7.10 δμᾶθεν δὲ κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος (sc. οἱ Γίγαντες) P. 8.18

    εὐρυφαρέτρας ἑκάεργος Ἀπόλλων P. 9.28

    Ἄπολλον P. 10.10

    Ψπερβορέων. ὧν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει P. 10.35

    φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων N. 5.24

    μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων (παρ' Αἰγινήταις Δελφίνιος μὴν ἄγεται Δελφινίου Ἀπόλλωνος ἱερός. Σ.) N. 5.44 κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυω- νόθε, Μοῖσαι, τὰν νεόκτιστον ἐς Αἴτναν i. e. from the temple of Apollo at Sikyon, where were held the games called Pythia N. 9.1

    ἐν Κρίσᾳ δ' εὐρυσθενὴς εἶδ Ἀπόλλων μιν πόρε τἀγλαίαν I. 2.18

    ἐν χρόνῳ δ' ἔγεντ Ἀπόλλων fr. 33b = fr. 147 Schr.

    ὧραι [Ἀπόλ]λωνι δαῖτα φιλησιστέφανον ἄγοντες Pae. 1.8

    [παι]ᾶνα [δι]ώξω Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν at Abdera

    Πα. 2.. ἰήιε, Δάλἰ Ἄπολλον Pae. 5.1

    1, 3,. ἔσχον Δᾶλον, ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν Pae. 5.40

    κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος at Delphi

    Πα.. 1. πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν, εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91

    Ἀπόλλωνί γ[ Pae. 7.5

    Ἄπολλο[ν Πα. 7B. 1.

    κλυτοὶ μάντιες Ἀπόλλωνος Pae. 8.13

    ]ἄναξ Ἄπολλον[ Pae. 16.2

    ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 2. παιηο[ν- ] Ἀπόλλωνί τε καὶ[ fr. 140b. 10. ὀρχήστ' ἀγλαίας ἀνάσσων, εὐρυφάρετῤ Ἄπολλον fr. 148. ]εν γάρ, Ἄπολλον[ fr. 215. 8. ] Ἀπόλλωνι μὲν θ[ ?fr. 333a. 4.
    b Apollo Agreus or Nomios; cf. Serv. ad Virg. Georg. 1. 14, = Hes. fr. 129. R={3}. “ θήσονταί τέ νιν (sc. Ἀρισταῖον) ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων, ἀνδράσι χάρμα φίλοις, ἄγχιστον ὀπάονα μήλων, Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ' Ἀρισταῖον καλεῖνP. 9.64
    c test., v. fr. 51a, fr. 55, fr. 56, fr. 100.

    Lexicon to Pindar > Ἀπόλλων

  • 6 αὐχένιος

    αὐχέν-ιος, α, ον,
    A belonging to the neck, τένοντες αὐ. neck-sinews, Od.3.450, Pancrat. Oxy. 1085.29;

    χαίτη Opp.C.3.255

    ;

    τρίχες Hld.10.28

    .
    2 stiff-necked, haughty,

    γίγαντες PMag.Par.1.3058

    .
    II a kind of tunic, Antiph. 315.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐχένιος

  • 7 θεόμαχος

    A fighting against God,

    Γίγαντες Scymn.637

    , cf. Act.Ap.5.39, Luc.JTr. 45, Vett.Val.331.12.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόμαχος

  • 8 πολυσώματος

    A with many bodies,

    γίγαντες D.S.1.26

    , cf. Plu.2.427b, Poll.2.235; composed of many corpuscules,

    πῦρ Placit.3.3.4

    ([comp] Comp.), cf. Gal.19.482 ([comp] Comp.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυσώματος

  • 9 ἀνασταχύω

    A shool up with ears, A.R.4.271, Procl.H.5.10: metaph.,

    κατὰ ὦλκας ἀ. Γίγαντες A.R.3.1054

    ; trans., cause to spring up,

    φυταλίην δρακόντων Nonn.D.25.199

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασταχύω

  • 10 ὑπερφίαλος

    ὑπερφίᾰλος [pron. full] [ῐ], ον,
    A overbearing, overweening, arrogant, of persons, freq. in Homer, in Il. of the Trojans, 13.621, 21.459, al.; in Od. of the Cyclopes, 9.106 (of the Cyclopes in good sense, B.10.78); more freq. of the suitors, Od.1.134, 2.310, al.;

    Γίγαντες B.14.62

    ; ὑ. γόνος, of a Centaur, Pi.P.2.42, cf. O.10(11).34, P.4.111; also θυμὸς ὑ. an arrogant spirit, Il.15.94; ἔπος, μῦθοι ὑ., Od.4.503, 774.—Orig. the word seems only to have signified puissant, without any bad sense, as is prob. from Od.21.289, where Antinous uses it of himself and the rest of the suitors, ὑπερφιάλοισι μεθ' ἡμῖν δαίνυσαι; and Aristarch. read ὑπερφίαλον for ὑπέρθυμον in Il.5.881: later writers also used it without any bad sense, δεσμὸς ὑ. a huge bond, Pi.Fr.92; οἶνον ὑπερφίαλον κελαρύζετε pour the noble wine, or pour it without stint, Ion Trag.10:—this notion appears most clearly in the Adv. ὑπερφιάλως, exceedingly, excessively,

    ὑ. νεμεσᾶν Il.13.293

    , Od.17.481, 21.285;

    ἀνιάζειν Il.18.300

    : but the Adv. also passed into the sense of haughtily, arrogantly, Od.1.227, 4.663, etc. (The old deriv. from ὑπὲρ φιάλην, running over (cf. Ion l.c.), is improbable, but modern explanations are unconvincing.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερφίαλος

  • 11 γεννάω

    γεννάω fut. γεννήσω; 1 aor. ἐγέννησα; pf. γεγέννηκα. Pass.: fut. pl. γεννηθήσεσθε Sir 41:9; 1 aor. ἐγεννήθην; pf. γεγέννημαι (Pind., Hdt.+).—See ARahlfs, Genesis 1926, 39. Gener., to cause someth. to come into existence, primarily through procreation or parturition.
    become the parent of, beget
    by procreation (oft. LXX, fr. Gen 4:18 on) Mt 1:2–20 (cp. Diod S 4, 67, 2–68, 6, the genealogy of the Aeolians: 67, 4 Ἄρνη ἐγέννησεν Αἰόλον κ. Βοιωτόν; 67, 7 Ἱππάλκιμος ἐγέννησε Πηνέλεων; 68:1 Σαλμωνεὺς ἐγέννησε θυγατέρα … Τυρώ; 68, 3 Ποσειδῶν ἐγέννησε Πελίαν κ. Νηλέα; 68, 6 Νηλεὺς παῖδας ἐγέννησε δώδεκα. Interchanged with ἐγέννησε are ἐτέκνωσε, ἦν υἱός, παῖδες ἐγένοντο, etc.; cp. PMich 155, 7. The continuity is not formalized to the degree in Mt, but in Diod S 4, 69, 1–3 ἐγέννησε is repeated six times in a short space, and 4, 75, 4f ἐγέννησε occurs four times with the names of fathers and sons; Did., Gen. 144, 27); Ac 7:8, 29. ἐκ w. gen. of the mother (Hdt. 1, 108, 2; Diod S 4, 2, 1; 4, 62, 1; Palaeph. 44; PLond V, 1730, 10 οἱ ἐξ αὐτῆς γεννηθέντες υἱοί; Tob 1:9; 2 Esdr 10:44; Demetr.: 722 Fgm. 2, 2 Jac.; TestJob 1:6; Jos, Ant. 12, 189) Mt 1:3, 5f.—Pass. be fathered (Orig., C. Cels. 8, 66, 23) ἐκ τῆς παιδίσκης κατὰ σάρκα w. the slave-woman, according to the flesh (i.e. in line with human devising; opp. διʼ ἐπαγγελίας) Gal 4:23. ὁ κατὰ σάρκα γεννηθείς he that was fathered by human design, opp. ὁ κατὰ πνεῦμα he that was fathered by the Spirit’s design, i.e. in keeping with the divine promise, vs. 23) vs. 29. τὸ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ πνεύματός ἐστιν that which is conceived in her is of the Spirit Mt 1:20 (τὸ γεννηθέν of that which is yet unborn: Diod S 17, 77, 3). Here the male principle is introduced by ἐκ (Lucian, Dial. Deor. 20, 14 ἐκ κύκνου γεγεννημένη; Phlegon: 257 Fgm. 36, 2, 4 Jac.; Ps-Callisth. 1, 30, 3 ἐξ Ἄμμωνος ἐγεννήθη; TestSim 2:2) as J 1:13 (ἐγενήθ. P75et al.); but in 3:6 the imagery is complex, involving a maternal aspect in vs. 4. W. ἀπό (En 15:8 οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τ. πνευμάτων κ. σαρκός) ἀφʼ ἑνὸς ἐγεννήθησαν they were fathered by one man Hb 11:12 (numerous edd. ἐγενήθησαν). ἐκ πορνείας οὐ γεγεννήμεθα (v.l. ἐγεννήθημεν) J 8:41 (cp. StudPal XX, 4, 30 ἐξ ἀγράφων γάμων γεγεννῆσθαι). ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος you’re a born sinner, totally! 9:34.—Lk 1:35 (where mng. 2 is also prob. [as in τὸ γεννώμενον Philo, Plant. 15]. S. AFridrichsen, SymbOsl 6, 1928, 33–36; HAlmqvist, Plut. u. d. NT ’46, 60f).
    by exercising the role of a parental figure, ext. of 1a (Philo, Leg. ad Gai. 58 μᾶλλον αὐτὸν τῶν γονέων γεγέννηκα), of a teacher on pupils ἐν Χ. Ἰ. διὰ τοῦ εὐαγγελίου ὑμᾶς ἐγέννησα I became your father as Christians through the gospel 1 Cor 4:15; Phlm 10 (s. Ltzm. and JWeiss on 1 Cor 4:15; ADieterich, Mithraslit. 1903, 146ff).—Pass. ἐκ (τοῦ) θεοῦ γεννᾶσθαι J 1:13 (on the rdg. of the Lat. ms. b, s. JPryor, NovT 27, ’85, 296–318); 1J 2:29; 3:9; 4:7; 5:1, 4, 18. On γεννᾶσθαι ἐξ ὕδατος κ. πνεύματος J 3:5 cp. 1QS 4:20–22 and s. YYadin, JBL 74, ’55, 40–43. Also ἄνωθεν γ. J 3:3, 7. πᾶς ὁ ἀγαπῶν τὸν γεννήσαντα ἀγαπᾷ τὸν γεγεννημένον ἐξ αὐτοῦ everyone who loves the father (=God) loves the child (=Christ or one’s fellow Christian) 1J 5:1 (on γεννᾶσθαι ἐκ θεοῦ s. Hdb. on J 3:3 and 1J 3:9 and the sources and lit. listed there; s. also παλιγγενεσία). Cp. σήμερον γεγέννηκά σε (Ps 2:7) 1 Cl 36:4; GEb 18, 37; Ac 13:33 (held by some to have been the orig. rdg. Lk 3:22 v.l.; s. JHillmann, Die Kindheitsgesch. Jesu nach Lucas: Jahrbücher f. Protestantische Theologie 17/2, 1891, 192–261; HUsener, D. Weihnachtsfest2 1911, 38ff); Hb 1:5; 5:5.
    to give birth to, bear (Aeschyl., Suppl. 48; X., De Rep. Lac. 1, 3; Lucian, Sacrif. 6; Plut., Mor., 3c; Ps.-Callisth. 1, 9, 2 ἐκ θεοῦ γεννήσασα παῖδα=a woman who has borne a child to a god; BGU 132 II, 5; Judg 11:1 B; Is 66:9; 4 Macc 10:2) Lk 1:13, 57; 23:29; J 16:21 w. τίκτειν; AcPl Ha 8, 28 εἰς δουλείαν γεννῶσα who bears children for slavery Gal 4:24. Pass. be born (ἐκ παρθένου Did., Gen. 96, 13) ἐγεννήθη Μωϋσῆς Ac 7:20; cp. Hb 11:23. γεγεννημένος ἐν Ταρσῷ Ac 22:3; μήπω … γεννηθέντων Ro 9:11; πρὶν ἡμᾶς γεννηθῆναι before we were born 1 Cl 38:3. εἰς τὸν κόσμον come into the world J 16:21; Mt 2:1, 4; 19:12; 26:24 (=1 Cl 46:8); Mk 14:21 (cp. En 38:2); Lk 1:35 (1a is also prob.; a v.l. adds ἐκ σοῦ, which can be rendered ‘the child to whom you give birth’). ἐκ Μαρίας ἐγεννήθη AcPlCor 1:14; 2:5 (cp. Mt 1:16); J 3:4; 9:2, 19f, 32; IEph 18:2; ITr 11:2; ἀληθῶς γ. be in fact born (in opp. to Docetism) 9:1. γεγεννημένα (v.l. γεγενημένα) εἰς ἅλωσιν 2 Pt 2:12. εἰς τοῦτο for this purpose J 18:37. διάλεκτος ἐν ᾑ ἐγεννήθημεν the language in which we were born i.e., which we have spoken fr. infancy Ac 2:8. ἐγὼ δὲ καὶ γεγέννημαι but I was actually born a Roman citizen 22:28. οὗτος ἐγεννήθη βασιλεύς born a king GJs 20:4 codd. γεννῶνται και γεννῶσιν Lk 20:34 v.l.
    to cause someth. to happen, bring forth, produce, cause, fig. of various kinds of production (Pla. et al.; Polyb. 1, 67, 2 στάσις ἐγεννᾶτο; Philo, De Jos. 254; Jos., Ant. 6, 144) 2 Ti 2:23.—γ. καρπόν produce fruit (Philo, Op. M. 113) ITr 11:1. Forged writing γεγεννημένον for γεγενημένον GJs 24:3.—B. 280. DELG s.v. γίγνομαι p. 222. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > γεννάω

См. также в других словарях:

  • Γίγαντες — Μυθολογικά πρόσωπα. Όντα με ανθρώπινη μορφή αλλά με υπερφυσικές διαστάσεις και δύναμη. Κατά την ελληνική μυθολογία, αποτελούσαν την προσωποποίηση των καταστρεπτικών και ανεξέλεγκτων δυνάμεων της φύσης (π.χ. σεισμοί), σε αντίθεση με τους θεούς.… …   Dictionary of Greek

  • Γίγαντες — Γίγας mighty masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίγαντες — γίγας mighty masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίγαντες αστέρες — (Αστρον.). Αστέρες που διακρίνονται για το μεγάλο μέγεθός τους και τη μεγάλη τους λαμπρότητα. Η πυκνότητα της ύλης στο εσωτερικό τους είναι πολύ μικρή, εξαιτίας του τεράστιου όγκου, στον οποίο είναι μοιρασμένη. Ανάλογα με τη λαμπρότητά τους… …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Nefilim — Die Nephilim (hebräisch נְפִילִים von naphal „fallen“) waren in der altisraelischen Mythologie riesenhafte Mischwesen, gezeugt von göttlichen Wesen und Menschenfrauen. Die Nephilim waren größer und stärker als Menschen und laut den Berichten der… …   Deutsch Wikipedia

  • Nephilim — Die Nephilim (hebräisch נְפִילִים von naphil „Riesen“ [1]) waren in der altisraelischen Mythologie riesenhafte Mischwesen, gezeugt von göttlichen Wesen und Menschenfrauen. Die Nephilim waren größer und stärker als Menschen und laut den Berichten… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste des appellations européennes de fruits, légumes et céréales — Cette liste des appellations européennes de fruits, légumes, céréales et condiments recense les productions végétales destinées à l alimentation humaine inscrites sur les registres européens des AOP (appellation d origine protégée et IGP… …   Wikipédia en Français

  • Σαραντάπηχοι — Μυθικοί κάτοικοι του όρους Ίδη της Κρήτης. Ήταν πανύψηλοι και ρωμαλέοι, γι’ αυτό και τους έλεγαν Σ. Κατά την παράδοση, οι Σ. ήταν οι αρχαιότεροι κάτοικοι του νησιού, και ζούσαν σ’ αυτό πριν ακόμα και από το μυθικό κατακλυσμό. Σχετικά με το μύθο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»