Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Βῶλοι

См. также в других словарях:

  • Βῶλοι — Βῶλος lump masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βῶλοι — βῶλος lump fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα …   Dictionary of Greek

  • βωλί — και βώλι και σβώλι, το (AM βωλίον) μικρός βώλος χώματος νεοελλ. μικρός σφαιρικός ή σφαιροειδής όγκος από οποιοδήποτε υλικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος. Ο τονισμός των νεοελλ. τ. βώλι και σβώλι αντί βωλί κατά το οι βώλοι] …   Dictionary of Greek

  • βωλοκόπι — το [βωλοκόπος] γεωργικό εργαλείο με το οποίο θραύονται οι βώλοι του χώματος μετά το όργωμα, η σβάρνα …   Dictionary of Greek

  • καλειδοσκόπιο — Συσκευή που επινόησε ο Σκοτσέζος φυσικός Ντέιβιντ Μπριούστερ, ως εφαρμογή των κατόπτρων με γωνία. Ο απλούστερος τύπος αποτελείται από έναν κυλινδρικό σωλήνα από χαρτόνι, όπου είναι τοποθετημένα δύο ορθογώνια επίπεδα κάτοπτρα που σχηματίζουν… …   Dictionary of Greek

  • πεντόβωλα — και πεντόβολα, τα 1. είδος παιδιάς που παίζεται από δύο συνήθως παίκτες οι οποίοι πετάνε ψηλά πέντε μικρούς βώλους τους οποίους ξαναπιάνουν κατά την πτώση τους 2. συνεκδ. οι πέντε βώλοι με τους οποίους παίζεται το παραπάνω παιχνίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • σβάρνα — η, Ν 1. συρόμενο από ελκυστήρα ή από υποζύγιο γεωργικό εργαλείο, εφοδιασμένο με άκαμπτες ή ενδοτικές ακίδες, με το οποίο ισοπεδώνεται το οργωμένο έδαφος, θρυμματίζονται οι βώλοι και εμφυτεύονται κοκκώδη υλικά, κυρίως λιπάσματα ή σπόροι, ο… …   Dictionary of Greek

  • σβίγκος — ο, Ν είδος γλυκίσματος, βώλοι ζύμης από αλεύρι και αβγά, τηγανισμένοι σε βούτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. γερμ. swinge] …   Dictionary of Greek

  • κονιάματα — Ουσίες, οι οποίες όταν αναμειχθούν με άμμο, σκύρα ή ηφαιστειογενή χώματα χρησιμεύουν στην παρασκευή της αμμοκονίας και του σκυροδέματος. Είδη κ. είναι ο ασβέστης, τα τσιμέντα και οι γύψοι, υλικά με διαφορετικές, μεταξύ τους, ιδιότητες. Ο ασβέστης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»