-
1 Βόσπορος
ΒόσποροςOx-ford: masc nom sg -
2 βόσπορος
βόσποροςOx-ford: masc nom sg -
3 Βόσπορος
Grammatical information: m.Meaning: name of several stratits, esp. = thestrait ofByzantium; also used for the Hellespont (Hdt.).Derivatives: Βοσπόρειος, - ιος, - ίτης (S.), Βοσπορεῖον a tempel (Decr. ap. D.), Βοσπορηνός, -ᾱνός `inhabitant of the kingdom of B.' (Str.); s. Chantr. Form. 206; Schwyzer 490.Etymology: 1Ox-ford', from *Βοόσ-πορος through hyphairesis; s. Kretschmer, Glotta 27 (1939) 29 (who compares Βούπορθμος near Hermione).Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Βόσπορος
-
4 βόσπορος
βόσπορ-ος, ὁ, (Aβοὸς πόρος Opp.H.1.617
) wrongly expld. by the Greeks as Ox-ford, name of several straits, β. Κιμμέριος, Θρᾴκιος, Hdt.4.12,83, etc. (also applied to the Hellespont by A.Pers. 723, 746, S.Aj. 884, Sch.adll. cc.):—Adj. [suff] βοσπόρ-ειος, ον, S.Fr. 707:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βόσπορος
-
5 Βοσπόρου
ΒόσποροςOx-ford: masc gen sg -
6 Βοσπόρους
ΒόσποροςOx-ford: masc acc pl -
7 Βοσπόρων
ΒόσποροςOx-ford: masc gen pl -
8 Βόσποροι
ΒόσποροςOx-ford: masc nom /voc pl -
9 Βόσπορον
ΒόσποροςOx-ford: masc acc sg -
10 βοσπόρου
βόσποροςOx-ford: masc gen sg -
11 βοσπόρους
βόσποροςOx-ford: masc acc pl -
12 βοσπόρων
βόσποροςOx-ford: masc gen pl -
13 βόσποροι
βόσποροςOx-ford: masc nom /voc pl -
14 βόσπορον
βόσποροςOx-ford: masc acc sg -
15 Βοσπόρω
-
16 Βοσπόρῳ
-
17 Βοσπόρωι
Βοσπόρῳ, ΒόσποροςOx-ford: masc dat sg -
18 βοσπόρω
-
19 βοσπόρῳ
-
20 βοσπόρωι
βοσπόρῳ, βόσποροςOx-ford: masc dat sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Βόσπορος — Ox ford masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόσπορος — Ox ford masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βόσπορος — (τουρκ. Boazici). Το στενό που χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία και συγχρόνως συνδέει τον Εύξεινο Πόντο με την Προποντίδα. Έχει μήκος περίπου 31 χλμ. και πλάτος από 550 (ελάχιστο) έως 3.200 (μέγιστο) μ. Η φυσική διαμόρφωση του Β. παρουσιάζει… … Dictionary of Greek
Κιμμέριος Βόσπορος — Αρχαία ονομασία του πορθμού που συνέδεε τη Μαιώτιδα θάλασσα (όπως ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες η Αζοφική) με τον Εύξεινο Πόντο. Σήμερα καλείται πορθμός του Κερτς (βλ. λ. Κερτς, πορθμός). Εκεί υπήρχαν οι ελληνικές αποικίες Φαναγόρεια,… … Dictionary of Greek
Ιωάσαφ, Θεραπειανός — (Βόσπορος 1783 – Λιβαδειά 1845).Αγωνιστής του 1821. Σπούδασε στη Σμύρνη, στη Δημητσάνα και στο Αιτωλικό. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Περιόδευσε στην Αττική, στη Βοιωτία και στα νησιά, για να διαδώσει τις αρχές της Εταιρείας και για να… … Dictionary of Greek
Βοσπόρου — Βόσπορος Ox ford masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσπόρου — βόσπορος Ox ford masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοσπόρους — Βόσπορος Ox ford masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσπόρους — βόσπορος Ox ford masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοσπόρων — Βόσπορος Ox ford masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσπόρων — βόσπορος Ox ford masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)