-
1 βακχις
-
2 Βακχις
См. также в других словарях:
Βακχίς — Βακχίς, η (Α) [Βάκχος] η Βάκχη … Dictionary of Greek
βακχίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάκχις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχί — Βακχίς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχίδα — Βακχίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχίδας — Βακχίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχίδες — Βακχίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχίδι — Βακχίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχίδος — Βακχίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάκχιδος — Βάκχις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάκχιν — Βάκχις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)