-
1 Βρισηίδα
Βρισηΐςfem acc sg -
2 ἐκ
ἐκ, before vowels ἐξ: out.—I. adv. (here belong the examples of ‘tmesis’ so-called), ἐκ δ' εὐνὰς ἔβαλον, Il. 1.436; ἐκ δ ἔσσυτο λᾶός, Il. 8.58; a gen. in the same clause may specify the relation of the adverb, thus forming a transition to the true prepositional use, ἐκ δ' ἄγαγε κλισίης (gen. of place whence) Βρῖσηίδα, Il. 1.346.—II. prep w. gen., out of, ( forth) from; of distance or separation, ἐκ βελέων, ‘out of range,’ Il. 11.163 ; ἐκ καπνοῦ, ‘out of,’ ‘away from’ the smoke, Od. 16.288; often where motion is rather implied than expressed, as with verbs of beginning, attaching or hanging, ἐκ δὲ τοῦ ἀρχόμενος, ‘beginning with that,’ Od. 23.199 ; ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα, Od. 8.67; τῆς δ' ἐξ ἀργύρεος τελαμων ἦν, ‘attached to it,’ Il. 11.38 ; ἐξ ἑτέρων ἕτερ' ἐστίν, ‘one set of buildings adjoining another,’ Od. 17.266; hence temporal, ἐκ τοῦδε, ἐξ οὗ, since; often causal, ἐξ ἆρέων μητρὸς κεχολωμένος, ‘in consequence of,’ Il. 9.566; sometimes nearly equiv. to ὑπό, i. e. source for agency, πάσχειν τι ἔκ τινος, ἐφίληθεν ἐκ Διός, Il. 2.669; phrases, ἐκ θῦμοῦ φιλεῖν, ἐξ ἔριδος μάχεσθαι, etc.—ἐκ is accented (‘anastrophe’) when it follows its case, καύματος ἔξ, Il. 5.865, Ξ , Od. 17.518.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐκ
-
3 ἐξαιρέω
ἐξ-αιρέω, aor. 2 ἐξεῖλον and ἔξελον, mid. ipf. ἐξαιρεύμην, aor. ἐξειλόμην, -ελόμην: take out or away, select, choose from, mid., for oneself; ἔνθεν ἔξελε πέπλους, Il. 24.229; ἣν ἄρα μοι γέρας ἔξελον υἷες Ἀχαιῶν, Il. 16.56; mid., φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀιστόν, Il. 8.323; ( Βρισηίδα) ἐκ Λυρνησσοῦ ἐξείλετο, here not of choosing but of taking away, Il. 2.690; cf. Il. 11.704; so of taking away one's life, θῦμόν, Il. 15.460, Il. 19.137, Od. 11.201; φρένας, ‘wits,’ Il. 6.234; of ‘choosing,’ Il. 9.130,, Od. 14.232.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐξαιρέω
-
4 κέ
κέ, κέν: enclitic modal adv. indicating a condition; essentially equivalent to ἄν, but of more frequent occurrence, esp. in affirmative sentences, and sometimes found in combination with ἄν, Il. 11.187, Il. 13.127, Il. 24.437, Od. 5.361, ζ 2, Od. 9.334. Homer uses κέν, like ἄν, with the fut. indic. and w. the subj. in independent sentences, καί κέ τις ὧδ' ἐρέει, ‘thus many a one will be like to say,’ Il. 4.176 ; ἐγὼ δέ κ' ἄγω Βρῖσηΐδα, ‘just as certainly will I,’ etc., Il. 1.184. With inf., Il. 22.110. See ἄν.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κέ
См. также в других словарях:
Βρισηίδα — Μυθολογικό πρόσωπο. Όμορφη κόρη του Βρισέα, ιερέα στη Λυρνησσό της Μυσίας. Ο Όμηρος αφηγείται πως, όταν ο Αχιλλέας κυρίευσε την πατρίδα της Β., σκότωσε τον άντρα της Μύνητα και τα τρία αδέλφια της και την πήρε παλλακίδα του. Αργότερα ο… … Dictionary of Greek
Βρισηίδα — Βρισηΐς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσηίδα — Κόρη του Χρύσου, που ήταν ιερέας του Απόλλωνα στην πόλη Χρύσα της Τροίας. Ο Όμηρος αναφέρει στην Ιλιάδα πως όταν ο Αχιλλέας κυρίευσε τη Χρύσα, πήρε αιχμάλωτες τη X. και τη Βρισηίδα. Τη Βρησηίδα την κράτησε για τον εαυτό του και τη X. την έδωσε,… … Dictionary of Greek
Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
BRISEIS — Lyrnessia puella, a patre Brise ita appellata, cum verô nomine Hippodamia vocaretur. Haec, captâ Lyrnellô urbe, Achilli victori in sortem cessit, cui postea ab Agamemnone erepta, implacabilis dissidii causa fuit inter eum et Achillem. Vide Homer … Hofmann J. Lexicon universale
Ιλιάδα — Επικό ποίημα του Ομήρου. Η Ι. αναπτύσσεται σε 24 ραψωδίες, που περιλαμβάνουν παραπάνω από 15.000 στίχους. Το χρησιμοποιούμενο μέτρο είναι το δακτυλικό εξάμετρο. Η Ι. πλέκεται γύρω από ένα επεισόδιο του Τρωικού πολέμου και διαρκεί 52 ημέρες·… … Dictionary of Greek
Αχιλλέας — I Μυθολογικός ήρωας του Τρωικού πολέμου, που έμεινε αθάνατος χάρη στην ομηρική ποίηση. Γιος του βασιλιά της θεσσαλικής Φθίας Πηλέα και της Νηρηίδας Θέτιδας, λατρευόταν σε πολλούς τόπους της αρχαίας Ελλάδας. Τη λατρεία αυτή μερικοί την αποδίδουν… … Dictionary of Greek
Βρύγου, ζωγράφος του- — (5ος αι. π.Χ.). Συμβατικό όνομα με το οποίο είναι γνωστός αγγειογράφος που ζωγράφισε αγγεία στο εργαστήριο του αγγειοπλάστη Β., τα οποία φέρουν την επιγραφή «Βρύγος εποίησε». Κατά την άποψη άλλων ερευνητών, ο Β. ήταν και αγγειοπλάστης και… … Dictionary of Greek