-
1 προς-παρ-οικέω
προς-παρ-οικέω, noch daneben wohnen, Suid. v. Βραχμᾶνες.
См. также в других словарях:
ευδοβραχμάνες — και ψευδοβραχμᾱνοι, οἱ, Μ άτομα που εμφανίζονται ως βραχμάνες ενώ δεν είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + βραχμᾶνες] … Dictionary of Greek
βραχμανισμός — Συλλογική ονομασία των ινδικών αιρέσεων και φιλοσοφικών σχολών που θεωρούνται ότι στηρίζονται στην αυθεντία των ιερών γραφών, που είναι γνωστές ως Βέδες. Υπάρχει επίσης και μία αρσενική θεότητα, ο Βράχμαν, που στις μεταγενέστερες Βέδες… … Dictionary of Greek
рахманный — ленивый; тщедушный; неуклюжий; тихий, смирный, простодушный; чудной , ю. в. р., калужск. (РФВ 49, 334), рахманый, смол. (Добровольский), веселый, общительный , с. в. р. (Даль), рахманно прекрасно , арготизм; см. Крестовский, ИОРЯС, 4, 1080; укр.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
BRACHMANES vel BRACHMANAE — BRACHMANES, vel BRACHMANAE Palladio Bragmanes, Indornm Gymnosophistae, quorum Princeps Dandamis erat tempore Alexandri Magni; Iarchas vero, quando Apollonius Tyaneus, discendi visendique studiô ad illos se contulerat. Hi simulacra contemnebant,… … Hofmann J. Lexicon universale
νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… … Dictionary of Greek
σρούτι — το, Ν άκλ. 1. το σώμα τών ινδουιστικών ιερών κειμένων που θεωρείται ότι προήλθε «εξ αποκαλύψεως» και περιλαμβάνει τις τέσσερεις βέδες, τις βραχμάνες, τις αραννάκες και τις ουπανισάδες 2. μουσ. (στην ινδική και πακιστανική μουσική) το μικρότερο… … Dictionary of Greek
Αζούρας — Δαίμονες της μυθολογίας των Βεδών. Δημιουργήθηκαν από τον υπέρτατο θεό Παγιαπάτι. Οι Βραχμάνες πιστεύουν ότι οι Α. έρχονται συχνά σε ρήξη με τους θεούς αλλά πάντοτε νικούν οι τελευταίοι … Dictionary of Greek
Βέδες — Αρχαία σοφιολογικά ινδικά κείμενα. Ο όρος σημαίνει την ιερήγνώση (βέδα, σανσκρ. γνώση). Οι Β. θεωρούνται από την παράδοση ως άμεση απόρροια εκ του Όντος κατά την εξέλιξη της δημιουργίας του κόσμου και αποκάλυψη που έγινε στους ιερούς προφήτες,… … Dictionary of Greek
ονολάτρες — Χαρακτηρισμός τον οποίο δίνανε οι εθνικοί στους Εβραίους. Τον ίδιο χαρακτηρισμό δίνανε αργότερα και στους χριστιανούς. Σε μουσείο της Ρώμης υπάρχει τοιχογραφία, που παρουσιάζει έναν στρατιώτη σε λατρευτική στάση μπροστά σε ένα σταυρωμένο γάιδαρο… … Dictionary of Greek