-
1 Βορρας
-
2 βοῤῥᾶς
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βοῤῥᾶς
-
3 βορράς
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βορράς
-
4 βορράς
-
5 βορρᾶς
север.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βορρᾶς
-
6 Βορρᾶς
борей, северный ветер -
7 βορράς
[воррас] ουσ α северный ветер, север. -
8 Βορεας
I.I(πνοαί Aesch.)
IIII.- ου, дор. έᾱ, эп.-ион. Βορέης, стяж. Βορ(ρ)ῆς, έᾱο и έω, дор. Βορρᾰς, ᾱᾶ ὅ1) Борей (сын Астрея и Эос, бог сев. ветров) Hom., Hes., Pind., Her.3) северπρὸς βορέαν τινός Thuc. — к северу от чего-л.
-
9 Γαυρευς
-
10 πηγνυμι
редко πηγνύω (fut. πήξω, aor. ἔπηξα - дор. πᾶξα, pf. 1 trans. πέπηχα, pf. 2 intrans. πέπηγα, ppf. ἐπεπήγειν - эп. πεπήγειν; pass.: aor. ἐπάγην с ᾰ, тж. ἐπήχθην - эп. πάγην, 3 л. pl. πάγεν, тж. πῆχθεν, fut. πᾰγήσομαι, pf. πέπηγμαι) тж. med.1) вонзать, всаживать(τέν κἰχμέν ἐν μετώπῳ Hom.; ξίφος διὰ φρενῶν Pind.; δόρυ ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει Hom.)
2) втыкать, вбивать, вколачивать(σκῆπτρον Soph.; σταύρωμα Thuc.; κεφαλέν ἀνὰ σκολόπεσσι Hom.)
σχηνέ πεπηγυῖα Her. — воткнутая (кольями в землю), т.е. готовая палатка;ὑπὸ ῥάχιν παγέντες Aesch. — посаженные на кол;στέρνοις πόδα π. Anth. — наступить ногой на грудь3) вперять, устремлять(ὄμματα κατὰ χθονός Hom. и ἐπὴ χθονός Theocr.; πρός τι παγῆναι Plat.)
παγῆναι ἀρέσκειν τινί Plat. — стремиться понравиться кому-л.;ἐν ἀλλήλοις χείλεα πηξάμενοι Anth. — прильнув губами друг к другу4) сбивать, сплачивать, сколачивать, тж. строить(νῆας Hom., Her.; ἅμαξαν Hes.)
ψυχέ καὴ σῶμα παγέν Plat. — связанная с телом душа5) сковывать (льдом), замораживать(πᾶν ῥέεθρον Aesch.; τοὺς ποταμούς Arph.)
ὕδωρ ἐπήγνυτο Xen. — вода замерзала;ἄνεμος βορρᾶς πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους Xen. — северный ветер, леденивший людей6) делать твердым, уплотнять, свертыватьτυροὺς πήγνυσθαι Luc. — приготовлять себе сыры;
ἅλες ἐπὴ τῷ στόματι πήγνυνται Her. — у устья (Борисфена) затвердевает, т.е. отлагается соль;ἄρθρα πέπηγέ μου Eur. — члены мои онемели;τὸ γάλα πήγνυται Arst. — молоко свертывается7) устанавливать, утверждатьὅρχος παγείς Eur. — (торжественно) подтвержденная клятва;
ὅρος ἡμῖν παγήσεται Thuc. — граница наша будет незыблема -
11 βοριάς
ο1) северный ветер; 2) см. βορράς 1 -
12 1005
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1005
См. также в других словарях:
βορράς — και βοριάς, ο (AM βορρᾱς, Α και Βορέας, ου, Βορέης και Βορῆς, έω και Βορεύς έως) το ένα από τα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα, αυτό που βρίσκεται προς τον Βόρειο Πόλο 2. βόρειος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ερμηνεύθηκε ως «άνεμος του… … Dictionary of Greek
βορράς — ο ένα από τα σημεία του ορίζοντα: Το καλοκαίρι πολλά αποδημητικά πουλιά ταξιδεύουν προς το βορρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βορρᾶς — Βορέας north wind masc acc pl (attic doric) Βορρᾶ̱ς , Βορέας north wind masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορρᾶς — Βορέας north wind masc acc pl (attic doric) βορρᾶ̱ς , Βορέας north wind masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελληνικός Βορράς — Εβδομαδιαία εφημερίδα της Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1936 από τους Πέτρο Λεβαντή, Βασίλη Μεσολογγίτη και Χρήστο Χιωτόπουλο, αλλά η κυκλοφορία της διακόπηκε έπειτα από λίγες εβδομάδες, με την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά (4… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
άρκτος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νεαρά κορίτσια τα οποία έκαναν κινήσεις ανάλογες με της αρκούδας (άρκτου) στην τελετή της γιορτής των Βραυρωνίων, στην οποία τιμούσαν τη θεά Άρτεμη τη Βραυρωνία. Η τελετή γινόταν στη Βραυρώνα της Αττικής … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… … Dictionary of Greek
Germanic substrate hypothesis — The Germanic substrate hypothesis is an attempt to explain the distinctive nature of the Germanic languages within the context of the Indo European language family. It postulates that the elements of the common Germanic vocabulary and syntactical … Wikipedia
Aussprache des Neugriechischen — Die Aussprache des Neugriechischen besteht praktisch unverändert seit etwa dem 10. Jahrhundert. Sie ist relativ einheitlich, aus dem mit dem griechischen Alphabet geschriebenen Text geht die Aussprache bis auf wenige Ausnahmen eindeutig hervor.… … Deutsch Wikipedia