Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

Βοιωτία

См. также в других словарях:

  • Βοιωτία — Βοιωτίᾱ , Βοιώτιος a Boeotian fem nom/voc/acc dual Βοιωτίᾱ , Βοιώτιος a Boeotian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Βοιωτίᾱ , Βοιωτία a Boeotian fem nom/voc/acc dual Βοιωτίᾱ , Βοιωτία a Boeotian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοιωτίᾳ — Βοιωτίᾱͅ , Βοιώτιος a Boeotian fem dat sg (attic doric aeolic) Βοιωτίαι , Βοιωτία a Boeotian fem nom/voc pl Βοιωτίᾱͅ , Βοιωτία a Boeotian fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοιωτία — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Στερεάς Ελλάδας, που τα όριά της συμπίπτουν σχεδόν με τον σημερινό νομό Β. (βλ. λ.), ενώ ένα μικρό τμήμα της στα ανατολικά περιλαμβάνεται στον νομό Ευβοίας (βλ. λ.). Γεωλογική ιστορία. Η Β. βρίσκεται σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Βοιωτία — Sp Bojòtija Ap Βοιώτια/Boiotia sen. graikų kalba Ap Boeotia lotyniškai Ap Βοιωτία/Boiotia graikiškai L Graikijos ist. sr. ir nomas …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Βοιώτια — Sp Bojòtija Ap Βοιώτια/Boiotia sen. graikų kalba Ap Boeotia lotyniškai Ap Βοιωτία/Boiotia graikiškai L Graikijos ist. sr. ir nomas …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Βοιωτία — η περιοχή της Στερεάς Ελλάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βοιώτια — Βοιώτιος a Boeotian neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοιωτίας — Βοιωτίᾱς , Βοιώτιος a Boeotian fem acc pl Βοιωτίᾱς , Βοιώτιος a Boeotian fem gen sg (attic doric aeolic) Βοιωτίᾱς , Βοιωτία a Boeotian fem acc pl Βοιωτίᾱς , Βοιωτία a Boeotian fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοιωτίαι — Βοιωτίᾱͅ , Βοιώτιος a Boeotian fem dat sg (attic doric aeolic) Βοιωτία a Boeotian fem nom/voc pl Βοιωτίᾱͅ , Βοιωτία a Boeotian fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοιωτίαν — Βοιωτίᾱν , Βοιώτιος a Boeotian fem acc sg (attic doric aeolic) Βοιωτίᾱν , Βοιωτία a Boeotian fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»