-
1 Βοηθού
-
2 Βοηθοῦ
-
3 βοηθού
βοηθέωpres imperat mp 2nd sg (attic)βοηθέωimperf ind mp 2nd sg (attic)βοηθόςhasting to the cry for help: masc /fem /neut gen sg -
4 βοηθοῦ
βοηθέωpres imperat mp 2nd sg (attic)βοηθέωimperf ind mp 2nd sg (attic)βοηθόςhasting to the cry for help: masc /fem /neut gen sg -
5 Βοήθου
Βόηθοςmasc gen sg -
6 φιλικός
A friendly, ;ἔργα X.Cyr.8.7.15
; of persons, Arist.EN 1157b14;μεγαλόψυχος καὶ φ. Phld.Rh.1.209
S.;- ώτερόν ἐστι X.Cyr.2.4.32
;τὸ -ώτατον ἦθος Id.Mem.3.10.3
: φιλικά proofs or marks of friendship,φιλικὰ παθεῖν ὑπό τινος Id.Cyr.4.6.6
;τὰ φ. Id.Mem.2.6.21
, Arist.EN 1166a1, al.; φ. καὶ ποιητικὰ φιλίας ib. 1158a4;φιλικὸν οὐδὲν ἐποίουν X.An.4.1.9
;φ. ἔργον Phld.Lib.p.59
O.; φ., τό, perh. contribution, 'benevolence',τὸ φ. τοῦ βοηθοῦ τῆς τάξεως PSI4.301.16
(v A. D.);τὸ φ. τῆς ἐμβολῆς PFlor.297.345
, al. (vi A. D.). Adv.-κῶς, ἔχω πρὸς σέ Pl.Grg. 485e
; opp. πολεμικῶς ἔχειν, X.HG 4.8.17;πρὸς ἑαυτὸν φ. διακεῖσθαι Arist.EN 1166b26
;ἔχειν πρός τινα Is.7.8
;- κῶς σοι ποιήσομεν PCair.Zen. 15v
.38 (iii B. C.): [comp] Comp. - κώτερον X Mem.4.3.12: [comp] Sup.- κώτατα Id.Smp.9.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλικός
См. также в других словарях:
Βοηθοῦ — Βοηθός hasting to the cry for help masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθοῦ — βοηθέω pres imperat mp 2nd sg (attic) βοηθέω imperf ind mp 2nd sg (attic) βοηθός hasting to the cry for help masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοήθου — Βόηθος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… … Dictionary of Greek
γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… … Dictionary of Greek
διόδοτος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Δ. ο Ερυθραίος (4ος αι. π.Χ.). Ένας από τους συντάκτες των Εφημερίδων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Εφημερίδες αυτές περιείχαν λεπτομερή έκθεση της ιδιωτικής ζωής και των πράξεων του Μακεδόνα στρατηλάτη,… … Dictionary of Greek
εύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος πολιτικός (405; – 330; π.Χ.). Ήταν συντηρητικών αρχών και έγινε γνωστός κυρίως για την πολυετή διαχείριση των οικονομικών των Αθηνών, τα οποία διηύθυνε από το 355 με εξαιρετική ικανότητα. Απέκτησε μεγάλη… … Dictionary of Greek
καλφαλίκι — το 1. η μαθητεία κάποιου ως βοηθού σε τεχνίτη, προϊστάμενος σε αρχιτεχνίτη, μάστορα 2. η αμοιβή τού κάλφα κατά παραγόμενο τεμάχιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλφας + λίκι*] … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
σκηνοθεσία — Το σύνολο διάφορων δραστηριοτήτων, καλλιτεχνικών και τεχνικών, που τείνουν στην πραγμάτωση της δραματικής ατμόσφαιρας ενός θεατρικού κειμένου. Στην κλασική αρχαιότητα και στο μεσαιωνικό θέατρο καθήκοντα σκηνοθέτη ασκούσαν οι συγγραφείς. Από το… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek