-
1 Βηθλεέμ
Βηθλεέμ η1) Вифлеем – город в Палестине, место, где родился Христос;ΦΡ.άστρο της Βηθλεέμ το — Вифлеемская звезда;2) женское имяЭтим.Первоначальное значение «дом хлеба» < евр. beth «дом» + lehem «хлеб» -
2 Βηθλέεμ
{собств., 8}Город в уделе Иудином в нескольких километрах на юг от Иерусалима (Мф. 2:1, 5, 6, 8, 16; Лк. 2:4, 15; Ин. 7:42). Живописно расположен на скалистой возвышенности среди полей и садов, являя собой чудесный контраст Иудейской пустыне на восток от этого места. Здесь Иаков похоронил Рахиль, здесь Вооз встретил Руфь, здесь родился Давид и здесь (куда из Назарета явился для переписи Иосиф с Мариею) родился Спаситель мира – Иисус Христос, Господь. Прежнее название Вифлеема – Ефрафа. От евр. 1004 (תיִבַּ), 3899 (םחֶלֶ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Βηθλέεμ
-
3 Βηθλέεμ
{собств., 8}Город в уделе Иудином в нескольких километрах на юг от Иерусалима (Мф. 2:1, 5, 6, 8, 16; Лк. 2:4, 15; Ин. 7:42). Живописно расположен на скалистой возвышенности среди полей и садов, являя собой чудесный контраст Иудейской пустыне на восток от этого места. Здесь Иаков похоронил Рахиль, здесь Вооз встретил Руфь, здесь родился Давид и здесь (куда из Назарета явился для переписи Иосиф с Мариею) родился Спаситель мира – Иисус Христос, Господь. Прежнее название Вифлеема – Ефрафа. От евр. 1004 (תיִבַּ), 3899 (םחֶלֶ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Βηθλέεμ
-
4 Βηθλέεμ
Вифлеем (букв. Дом Хлеба; городок в Иудее примерно в 7 км. от Иер., место рождения царя Давида); от евр. (בַּיִת) и (לֶחֶם).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Βηθλέεμ
-
5 Βηθλέεμ
ВифлеемеВифлеем ВифлеемаΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Βηθλέεμ
-
6 χριστοφορος
-
7 965
{собств., 8}Город в уделе Иудином в нескольких километрах на юг от Иерусалима (Мф. 2:1, 5, 6, 8, 16; Лк. 2:4, 15; Ин. 7:42). Живописно расположен на скалистой возвышенности среди полей и садов, являя собой чудесный контраст Иудейской пустыне на восток от этого места. Здесь Иаков похоронил Рахиль, здесь Вооз встретил Руфь, здесь родился Давид и здесь (куда из Назарета явился для переписи Иосиф с Мариею) родился Спаситель мира – Иисус Христос, Господь. Прежнее название Вифлеема – Ефрафа. От евр. 1004 (תיִבַּ), 3899 (םחֶלֶ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 965
См. также в других словарях:
Βηθλεέμ — (αραβ. Bayt Lahm). Πόλη (24.000 κάτ. το 2002) στη δυτική όχθη του ποταμού Ιορδάνη, χτισμένη στις βόρειες πλαγιές των ορέων της Ιουδαίας, σε ύψος 685 μ., περίπου 8 χλμ. ΝΔ της Ιερουσαλήμ. Η πόλη βρίσκεται υπό αμφισβητούμενη κατοχή του ισραηλινού… … Dictionary of Greek
Βηθλεέμ — η πόλη της Παλαιστίνης, όπου γεννήθηκε ο Χριστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βηθλεέμ, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στο Κορωπί της Αττικής, αφιερωμένο στο Γενέσιον του Κυρίου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής (έδρα Σπάτα). Ιδρύθηκε το 1970 … Dictionary of Greek
Ευάριστος — (; – Βηθλεέμ 107; μ.Χ.). Πάπας της Ρώμης (98; 107;) και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Διαδέχθηκε τον πάπα Κλήμη. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Οκτωβρίου … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… … Dictionary of Greek
ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… … Dictionary of Greek
σπήλαιο — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (590 κάτ., υψόμ. 80 μ.) στην επαρχία Ορεστιάδας του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., 590 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (38 κάτ., υψόμ. 530 μ.), στην επαρχία Δωδώνης του νομού… … Dictionary of Greek
Άγιοι Τόποι — Η περιοχή της Παλαιστίνης που συνδέεται με τον βίο του Ιησού Χριστού, από τη γέννηση έως την Ανάληψή του: τα Ιεροσόλυμα, η Βηθλεέμ, το Όρος των Ελαιών, η Βηθανία, η Ναζαρέτ, το όρος Θαβώρ, η Κανά, ο ποταμός Ιορδάνης, η Σαμάρεια κλπ. Όταν σήμερα… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek