-
1 Βασσιδαι
- ῶν οἱ Бассиды ( эгинский род) Pind. -
2 Βασσίδαι
-
3 δυνατός
1 c. inf.,a personal, able toὅμως δὲ λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφὰν τόκοςθνατῶν O. 10.9
καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός N. 2.14
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον (sc. οἱ Βασσίδαι) N. 6.33 παῦροιδὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.39
b impersonal, possibleὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45
εἰ δυνατόν, Κρονίων (sc. ἐστί) N. 9.28ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45
ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν Pae. 6.52
θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 1.2 n. pro subs., what is possible, attainable “ τᾶν ἐν δυνάτῳ φιλοτάτων” P. 4.92δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ P. 11.51
3 frag. ]ωδ' ἐπέων δυνατώτερον. Pae. 4.5
-
4 ἐπικώμιος
1 celebrating a victoryἹπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6
ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι N. 8.50
n. pro subs., victory song, ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια (sc. οἱ Βασσίδαι) N. 6.32 -
5 ἴδιος
ῐδιος (1ϝίδ- O. 13.49
)a one's own ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια (sc. Βασσίδαι) N. 6.32 adv., ἰδίᾳ, of one's own accord, ἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς (διά τ' Σγρ·, unde διά τ' ἐξερεύνασε coni. Boeckh: v. Barrett on Eur. Hipp. 745) N. 3.24 [ ἰδίοις ?fr. 338. 7 scholium esse videtur.]b subs., private personἐγὼ δὲ ἴδιος ἐν κοινῷ σταλεὶς O. 13.49
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский