-
1 προ-φήτης
προ-φήτης, ὁ, der der Götter Willen über die Zukunft ausspricht, der Vorhersager, Prophet; Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον Τειρεσίαν, Pind. N. 1, 60; ἀοίδιμος, frg. 60; den Becher nennt er γλυκὺν κώμου προφάταν, der den κῶμος (s. d. W.) vorher ankündigt, N. 9, 50; Διὸς προφήτης δ' ἐστὶ Λοξίας πατρός, Aesch. Eum. 19, u. öfter; Βάκχου, Νηρέως, Eur. Rhes. 972 Or. 364; auch als fem. gebraucht, Bacch. 551; Ar. Ar. 972; Her. 8, 36. 37. 135. 9, 34; ϑέρεος, von der Tettir, Anacr. 32, 11, die Verkündigerinn des Sommers; Plat. Phaedr. 262 d die Dichter Μουσῶν προφῆται, u. sonst; u. Sp., προφήτης ἀληϑείας καὶ παῤῥησίας, der die Wahrheit verkündigt, Luc. Vit. auct. 8; Gall. 18 u. öfter; S. Emp. adv. gramm. 53 nennt den Timon ὁ πρ. τῶν Πύῤῥωνος λόγων.
-
2 πολύ-δροσος
πολύ-δροσος, viel bethau't, thaureich, Βάκχου ἰκμάς, Posidipp. 11 (V, 134).
-
3 σκίρτημα
σκίρτημα, τό, Sprung, Tanz; ἐμμανεῖ σκιρτήματι ᾖσσον, Aesch. Prom. 678; Βάκχου, Eur. Bacch. 169; ποδῶν σκιρτήματα, Herc. Fur. 836; Sp., wie Plut., Luc. Bacch. 5.
-
4 φιλ-ήδονος
φιλ-ήδονος, das Vergnügen liebend, dem Vergnügen ergeben; Pol. 40, 6,11; Luc. Hermot. 36; νᾶμα Βάκχου Ep. ad. 80 (X, 118); – τὸ φιλήδονον, = φιληδονία, Plut. non posse 11.
-
5 μυστηρίς
-
6 ζωρός
ζωρός, όν (vielleicht von ζωός, = ζωερός), rein, ungemischt, gew. vom Wein, stark, feurig, μέϑυ Ap. Rh. 1, 447, πόμα Asclpds. 9 (XII, 50); δέπας Βάκχου M. Arg. 19 (XI, 28); a. Sp.; auch ohne Zusatz ζωρόν, Hedyl. 3 ( App. 29); Apollds. 7 (VI, 105). – Compar., ζωρότερον κέραιε, mische reineren Wein, d. i. gieße weniger Wasser zu, Il. 9, 203; vgl. Her. 6, 84; Arist. aber poet. 25 erkl. ϑᾶττον, wie Hesych.; Plut. Symp. 5, 4 spricht ausführlich über die verschiedenen Erklgn der Alten; – πίνειν ζωροτέρῳ χρώμενον οἰνοχόῳ Antiphan. bei Ath. X, 423 e; τῷ ζωροτέρῳ χαίρει μάλιστα Luc. Tim. 54; ζωρότερον κισσύβιον Agath. 7 (V, 289); überall der Nebenbegriff des unmäßigeren Trinkens, Zechens darin; übertr., ζωροτάτη παίδων μανίη, heftigste, Antp. Sid. 76 (VII, 30); φάρμακον, unverfälscht, Luc. D. Mort. 7, 1. – Bei Empedocl. 148 ist es dem ἄκρητον entggstzt, gut gemischt; vgl. Ath. X, 423 d u. oben εὔζωρος.
-
7 ἀ-πόλεμος
ἀ-πόλεμος, 1) krieglos, ἡσυχία D. Hal. 2, 76; unkriegerisch; friedlich, εὐνομία Pind. P. 5, 62; Μοῦσα Plat. Legg. VII, 815 d; γεωργός Plut. Cim. 11; im Kriege unerfahren, Xen. Cyr. 7, 4, 1; zum Kriege untauglich, βάκτρον Βάκχου, Thyrsusstab, Eur. Ion. 217; Plat. Rep. V, 456 a; ἀπολέμως ἔχειν Polit. 307 e; Xen. Cyr. 8, 1, 47 u. Sp. – 2) nicht zu bekriegen, nicht zu bezwingen, δαίμων Aesch. Ag. 746; σέβας Ch. 53; – πόλεμος ἀπ., ein Unglückskrieg, der nicht zu kämpfen, Prom. 906; Eur. Herc. fur. 1133.
-
8 ἄρμενον
-
9 ἀπόλεμος
ἀ-πόλεμος, (1) krieglos; unkriegerisch; friedlich; im Kriege unerfahren; zum Kriege untauglich, βάκτρον Βάκχου, Thyrsusstab. (2) nicht zu bekriegen, nicht zu bezwingen
См. также в других словарях:
βάκχου — Βάκχος Bacchus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BACCHUS — I. BACCHUS Iovis ex Semele filius. Orpheus in Hymnis. Κιςςοκόμην Διόνυσον ἐρίβρομον ἄρχομ᾿ ἀείδειν. Ζηνὸς καὶ Σεμέλης ἐρικυδέος ἀγλαὸνυἷον. Idem aliô Hymnô Iovis et proserpinae filium putavit. Ε῎υβουλ᾿ ἐυπολύβουλε Διὸς καὶ Περσεφονείας. Hunc Deum … Hofmann J. Lexicon universale
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
ίακχος — (iacchus). Πλατύρρινος δενδρόβιος πίθηκος της Αμερικής, είδος ουιστιτί της οικογένειας των καλλιτριχιδών. Το ύψος του φτάνει τα 30 εκ. και η μακριά ουρά του (έως 50 εκ.) τον κάνει να μοιάζει με σκίουρο. Το κεφάλι του είναι στρογγυλό και άτριχο,… … Dictionary of Greek
βακχεία — Στην αρχαιότητα, γιορτές προς τιμήν του Βάκχου, οι οποίες από τη Μεγάλη Ελλάδα πέρασαν στη Ρώμη με την ονομασία Bacchanal (από το όνομα του Βάκχου = Bacchus), η οποία στα ελληνικά έχει αποδοθεί Μπακανάλια ή Βακ(χ)ανάλια και έτσι έχει επικρατήσει … Dictionary of Greek
ευάν — Επιφώνημα ενθουσιασμού, το οποίο φώναζαν κυρίως στις γιορτές του Βάκχου με το ευοί (ευοί, ε.). * * * εὐάν (Α) ενθουσιαστικό επιφώνημα τών ακολούθων τού Βάκχου, όπως τα εὐαί*, εὐοί*, με τα οποία συνήθως συνεκφέρεται («πάλλε πόδ αἰθέριον, ἄνεχε… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek
Μπααλμπέκ — Πόλη (περ. 30.000 κάτ.) του βορειοανατολικού Λιβάνου, 60 χλμ. ΒΔ της Βηρυτού, με την οποία συνδέεται με σιδηροδρομική γραμμή. Χτισμένη στις νοτιοδυτικές πλαγιές του Αντιλιβάνου, σε υψόμ. 1.160 μ., στη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει το Χαλέπι με … Dictionary of Greek
ονολάτρες — Χαρακτηρισμός τον οποίο δίνανε οι εθνικοί στους Εβραίους. Τον ίδιο χαρακτηρισμό δίνανε αργότερα και στους χριστιανούς. Σε μουσείο της Ρώμης υπάρχει τοιχογραφία, που παρουσιάζει έναν στρατιώτη σε λατρευτική στάση μπροστά σε ένα σταυρωμένο γάιδαρο… … Dictionary of Greek
Little Hagia Sophia — Küçuk Ayasofya Camii Little Hagia Sophia in 2010 Basic information Location Istanbul, Turkey Geographic coordinates … Wikipedia