-
1 Αυτολυκος
См. также в других словарях:
Αὐτόλυκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αυτόλυκος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Πρόγονος του Οδυσσέα, πατέρας της Avτίκλειας. Γιος του Ερμή ή του Δευκαλίωνα και της νύμφης Χιόνης, ενσάρκωνε την ιδέα της πανουργίας. 2. Γιος του Δειμάχου, Αργοναύτης, οικιστής της Σινώπης. 3.… … Dictionary of Greek
Αὐτολύκοιο — Αὐτόλυκος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτολύκοις — Αὐτόλυκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτολύκου — Αὐτόλυκος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτολύκῳ — Αὐτόλυκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτόλυκε — Αὐτόλυκος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτόλυκοι — Αὐτόλυκος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτόλυκον — Αὐτόλυκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀυτολύκοιο — Ἀυτολύκος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀυτολύκοις — Ἀυτολύκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)