Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Αἴγιν'

  • 1 Αίγιν'

    Αἴγῑνα, Αἴγινα
    an Aeginetan: fem nom /voc sg
    Αἴγῑναι, Αἴγινα
    an Aeginetan: fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > Αίγιν'

  • 2 Αἴγιν'

    Αἴγῑνα, Αἴγινα
    an Aeginetan: fem nom /voc sg
    Αἴγῑναι, Αἴγινα
    an Aeginetan: fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > Αἴγιν'

  • 3 αίγιν'

    αἴγινε, αἴγινος
    masc voc sg
    αἴγιναι, αἰγίνη
    fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > αίγιν'

  • 4 αἴγιν'

    αἴγινε, αἴγινος
    masc voc sg
    αἴγιναι, αἰγίνη
    fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > αἴγιν'

  • 5 Αἴγινα

    Αἴγῑν-α, ης, , Aegina, Il., etc.:—hence [suff] Αἰγῑν-ήτης, ου, , fem. [suff] Αἰγῑν-ῆτις, ιδος,
    A an Aeginetan, ib., etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Αἴγινα

  • 6 Αἰγιναῖος

    Αἰγῑν-αῖος, α, ον, Aeginetan, Cratin.165, al.; ὀβολὸς Αἰ., δραχμὴ Αἰ., etc., Th.5.47, etc.:—also [suff] Αἰγῑν-ητικός, ή, όν, Luc.Tim.57; ἔργα statues
    A of the Aeginetan School, Paus.1.42.5.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Αἰγιναῖος

  • 7 Αἴγινα

    a the island Αἰγίνᾳ τε νικῶνθ' ἑξάκις (Boeckh: Αἰγίνᾳ, Αἴγινά codd.) O. 7.86

    ἐξένεπε δολιχήρετμον Αἴγιναν πάτραν O. 8.20

    Αἰγίνᾳ τε γὰρΝίσου τ' ἐν λόφῳ P. 9.90

    τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν N. 3.3

    ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας N. 5.3

    οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50

    Αἴγινανδιαπρεπέα νᾶσον I. 5.43

    Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς I. 6.8

    Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν, Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν πρόφαινεν I. 8.56

    κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

    b a nymph, daughter of Asopos, mother of Aiakos by Zeus, mother of Menoitios by Aktor.

    υἱὸν δ' Ἄκτορος Αἰγίνας τε Μενοίτιον O. 9.70

    Αἴγινα φίλα μᾶτερ P. 8.98

    Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι N. 4.22

    Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον N. 8.6

    χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίν Αιγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν I. 8.16

    ὑδάτεσσι δ' ἐπ Ἀσώπου ποτ ἀπὸ προθύρων βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν ( Ζεύς sc.) Pae. 6.137

    Lexicon to Pindar > Αἴγινα

См. также в других словарях:

  • Αἴγιν' — Αἴγῑνα , Αἴγινα an Aeginetan fem nom/voc sg Αἴγῑναι , Αἴγινα an Aeginetan fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴγιν' — αἴγινε , αἴγινος masc voc sg αἴγιναι , αἰγίνη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατευθύ — (Α) επίρρ. 1. κατευθείαν εμπρός, ίσια, ολόισια («τὸ κατευθὺ μόνον ὁρῶσιν», Ξεν.) 2. (με άρθρο) ὁ κατευθύ αυτός που βρίσκεται στην ίδια πλευρά, στο ίδιο μέρος («ὁ κατευθὺ δίδυμος», Παύλ. Αιγιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ ευθύ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»