-
1 Αιτωλάρχης
-
2 Αἰτωλάρχης
-
3 Αἰτωλάρχης
Αἰτωλάρχης, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Αἰτωλάρχης
См. также в других словарях:
Αιτωλάρχης — Αἰτωλάρχης, ο (Α) ο αρχηγός της Αιτωλικής Συμπολιτείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αἰτωλὸς + άρχης < ἄρχω] … Dictionary of Greek
Αἰτωλάρχης — president of Aetolian League masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)