-
1 Αἰθιοπίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Αἰθιοπίζω
-
2 Αιθιοπίζων
-
3 Αἰθιοπίζων
-
4 Αιθιοπίσσαν
-
5 Αἰθιοπίσσαν
-
6 Αιθιόπισσα
-
7 Αἰθιόπισσα
-
8 Αιθιόπισσαν
-
9 Αἰθιόπισσαν
См. также в других словарях:
Αἰθιοπίζων — Αἰθιοπίζω to speak pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπίσσαν — Αἰθιοπίζω to speak aor part act neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιόπισσα — Αἰθιοπίζω to speak aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιόπισσαν — Αἰθιοπίζω to speak aor ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιθίοπας — ο (θηλ. ισσα και ίδα) (Α αρσ. και θηλ. Αἰθίοψ, θηλ. και Αἰθιοπίς και αργότερα Αἰθιόπισσα) αυτός που κατάγεται από την Αιθιοπία ή διαμένει εκεί αρχ. επίσης ηλιοκαμένος, αυτός που έχει μαύρο πρόσωπο, που ανήκει δηλ. στη μαύρη φυλή, νέγρος, αράπης… … Dictionary of Greek