-
1 Αιθίοψ
-
2 Αἰθίοψ
-
3 Αἰθίοψ
AΑἰθιοπῆες Il.1.423
, whence nom. : ([etym.] αἴθω, ὄψ):—properly, Burnt-face, i.e. Ethiopian, negro, Hom., etc.; prov., Αἰθίοπα σμήχειν 'to wash a blackamoor white', Luc.Ind. 28.II Adj., Ethiopian,Αἰθιοπὶς γλῶσσα Hdt.3.19
;γῆ A.Fr. 300
, E.Fr.228.4: Subst. Αἰθιοπίς, ἡ, title of Epic poem in the Homeric cycle; also name of a plant, silver sage, Salvia argentea, Dsc.4.104:— also [full] Αἰθιόπιος, α, ον, E.Fr. 349: [full] Αἰθιοπικός, ή, όν, Hdt., etc.; Αἰ. κύμινον, = ἄμι, Hp.Morb.3.17, Dsc. 3.62:—Subst. [full] Αἰθιοπία, ἡ, Hdt., etc.2 red-brown, AP7.196 (Mel.), cf. Ach. Tat.4.5. -
4 Αἰθίοψ
Αἰθῐοψ (Αἰθίοπα; -όπων, -όπεσσι, -οπας.)1 Ethiopian Ἀοῦς τε παῖδ' Αἰθίοπα (i. e. Memnon.) O. 2.83 m. pl as subs.,ἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα P. 6.31
ἐγχεσφόροις ἐπιμείξαις Αἰθιόπεσσι χεῖρας (sc. Αχιλλεύς) N. 3.62 καὶ ἐς Αἰθίοπας Μέμνονος οὐκ ἀπονοστήσαντος ἔπαλτο (sc. ὄνυμ' αὐτῶν) N. 6.49στράταρχον Αἰθιόπων ἄφοβον Μέμνονα χαλκοάραν I. 5.40
test., v. fr. 282. -
5 Αιθίοπ'
Αἰθίοπα, ΑἰθίοψBurnt-face: masc acc sgΑἰθίοπι, ΑἰθίοψBurnt-face: masc dat sgΑἰθίοπε, ΑἰθίοψBurnt-face: masc nom /voc /acc dual -
6 Αἰθίοπ'
Αἰθίοπα, ΑἰθίοψBurnt-face: masc acc sgΑἰθίοπι, ΑἰθίοψBurnt-face: masc dat sgΑἰθίοπε, ΑἰθίοψBurnt-face: masc nom /voc /acc dual -
7 Αιθιοπήας
-
8 Αἰθιοπῆας
-
9 Αιθιοπήες
-
10 Αἰθιοπῆες
-
11 Αιθιοπήων
-
12 Αἰθιοπήων
-
13 Αιθιοπίδα
-
14 Αἰθιοπίδα
-
15 Αιθιοπίδι
-
16 Αἰθιοπίδι
-
17 Αιθιοπίδος
-
18 Αἰθιοπίδος
-
19 Αιθιοπίς
-
20 Αἰθιοπίς
См. также в других словарях:
Αἰθίοψ — Burnt face masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιθίοψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ηφαίστου, από τον οποίο πήραν το όνομά τους οι Αιθίοπες και η Αιθιοπία. Πιστεύεται πως η σχέση με τον σιδηρουργό Ήφαιστο οφείλεται στο μαύρο χρώμα των Αιθιόπων. * * * Αἰθίοψ ( οπος), ο (Α) βλ. Αιθίοπας. Στη Μυκηναϊκή… … Dictionary of Greek
αιθίοψ ο σεμνοπίθηκος — Επιστημονική ονομασία γένους πιθήκων. Βλ. λ. σεμνοπίθηκοι … Dictionary of Greek
Αἰθιοπῆας — Αἰθίοψ Burnt face masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπῆες — Αἰθίοψ Burnt face masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπήων — Αἰθίοψ Burnt face masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπίδα — Αἰθίοψ Burnt face fem acc sg Αἰθιοπίς Burnt face fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπίδι — Αἰθίοψ Burnt face fem dat sg Αἰθιοπίς Burnt face fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπίδος — Αἰθίοψ Burnt face fem gen sg Αἰθιοπίς Burnt face fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπίς — Αἰθίοψ Burnt face fem nom sg Αἰθιοπίς Burnt face fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιόπεσσι — Αἰθίοψ Burnt face masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)