-
1 Αιγινητικος
-
2 αιγινήτικος
η, ο 1. эгинский;2. πλ.:τα αιγινήτικα — фисташки
См. также в других словарях:
Αἰγινητικός — of the Aeginetan School masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγινήτικος — η, ο (Α αἰγινητικός, ή, όν) [Αἰγινήτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αίγινα ή προέρχεται από αυτήν «αἰγινητικά ἔργα» (Παυσανίας) αγάλματα τής Σχολής τής Αίγινας, νεώτ. «αιγινήτικα κανάτια», τα γνωστά πήλινα που κατασκευάζονταν ιδίως στην… … Dictionary of Greek
αιγινήτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αίγινα: Τα αιγινήτικα κανάτια ήταν ονομαστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αἰγινητικά — Αἰγινητικός of the Aeginetan School neut nom/voc/acc pl Αἰγινητικά̱ , Αἰγινητικός of the Aeginetan School fem nom/voc/acc dual Αἰγινητικά̱ , Αἰγινητικός of the Aeginetan School fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγινητικῶν — Αἰγινητικός of the Aeginetan School fem gen pl Αἰγινητικός of the Aeginetan School masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγινητικόν — Αἰγινητικός of the Aeginetan School masc acc sg Αἰγινητικός of the Aeginetan School neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγινητικοῖς — Αἰγινητικός of the Aeginetan School masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγινητικούς — Αἰγινητικός of the Aeginetan School masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγινητικῇ — Αἰγινητικός of the Aeginetan School fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγινητική — Αἰγινητικός of the Aeginetan School fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγινητικῷ — Αἰγινητικός of the Aeginetan School masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)