-
1 Αιγίλιπα
-
2 Αἰγίλιπα
-
3 αιγίλιπα
-
4 αἰγίλιπα
См. также в других словарях:
Αἰγίλιπα — Αἰγίλιψ destitute even of goats fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγίλιπα — αἰγίλιψ destitute even of goats masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AEGILIPS — urbs Acarnaniae. Strabo. Et locus in Epiro. Steph. Αἰγίλιψ, πλησίον Κροκυλείας τῆς Η᾿πείρου. Ο῞μηρος Il. β. v. 633. Καὶ Κροκύλειαις; ενέμοντο, καὶ Αἰγίλιπα τρηχεῖαν. Εἴληχε δὲ την` προτηγορίκν διὰ τό μετρώδη (Meursius πετρώδη) εἶναι, καὶ ὑψηλην` … Hofmann J. Lexicon universale