-
1 Αιγιαλια
-
2 Αιγιλια
I.ἡ Эгилия (дем в атт. филе Ἀντιοχίς)II.III.τά Эгилии (часть области г. Эретрии) Her. -
3 Αιγιλος
См. также в других словарях:
αιγιαλία — (aegialia). Επιστημονική ονομασία γένους κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των σκαραβαιιδών. Είναι τόσο μικρά, ώστε μόλις που φτάνουν τα 5 χιλιοστά. Ζουν σε πολλές περιοχές του πλανήτη μας και κυρίως στην Ευρώπη. Φωλιάζουν κάτω από πέτρες ή… … Dictionary of Greek
Αιγιαλία — Ονομασία ελληνικών πολεμικών πλοίων. 1. Αγοράστηκε στο Λονδίνο μαζί με τα πλοία Μονεμβασία και Ναυπλία το 1881. Είχε εκτόπισμα 300 τόνων. Ήταν σιδερένιο και εφοδιασμένο με μηχανές ιπποδύναμης 300 ίππων, που έδιναν ταχύτητα 9 κόμβων. Μπορούσε να… … Dictionary of Greek