Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Αἰγινητικά

См. также в других словарях:

  • Αἰγινητικά — Αἰγινητικός of the Aeginetan School neut nom/voc/acc pl Αἰγινητικά̱ , Αἰγινητικός of the Aeginetan School fem nom/voc/acc dual Αἰγινητικά̱ , Αἰγινητικός of the Aeginetan School fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιγινήτικος — η, ο (Α αἰγινητικός, ή, όν) [Αἰγινήτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αίγινα ή προέρχεται από αυτήν «αἰγινητικά ἔργα» (Παυσανίας) αγάλματα τής Σχολής τής Αίγινας, νεώτ. «αιγινήτικα κανάτια», τα γνωστά πήλινα που κατασκευάζονταν ιδίως στην… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Κυριαζής, Αθανάσιος — (Αγρίνιο 1887 – 1950). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στο Μεσολόγγι. Σπούδασε στη νομική και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δημόσιος υπάλληλος, ενώ διετέλεσε επίσης οικονομικός επίτροπος …   Dictionary of Greek

  • αιγινήτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αίγινα: Τα αιγινήτικα κανάτια ήταν ονομαστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»