-
1 Αιγιαλείοις
-
2 Αἰγιαλείοις
-
3 αιγιαλείοις
-
4 αἰγιαλείοις
См. также в других словарях:
Αἰγιαλείοις — Αἰγιάλειος frequenting the shore masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλείοις — αἰγιάλειος frequenting the shore masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)