-
1 Азия
-
2 азия
η Ασίαсредняя - η Κεντρική/Μέση -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > азия
-
3 средний
1. (о значении, положении, качестве) μέσος, μεσαίος 2. (промежуточный по своим признакам, свойствам и т.п. между двумя крайними величинами) μέσ/ος 3. (ο качестве) μέτριος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > средний
-
4 Малая Азия
-
5 Средняя Азия
-
6 басмачество
-а ουδ.η αντίδραση, οι αντεπαναστατες (στην Κεντρική Ασία). -
7 Евразия
-и θ.Ευρώπη και Ασία. -
8 мираб
-а α., υδροδιανομέας αρδευτικού συστήματος στην Κ. Ασία. -
9 рикша
-и α. δίτροχο αμάξι (που σύρεται από ζευγμένο άνθρωπο στην ανατολική Ασία και Νοτιοαφρικανική Ενωση). -
10 свет
свет 1-а (-у), προθτ. в -, на -у α.1. το φως•солнечный свет ηλιακό φως, ηλιόφως•
свет луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο•
луч -а αχτίδα φωτός•
свет и тьма φως και σκοτάδι•
дневной свет το φως της μέρας•
читать при -е лампы διαβάζω με το φως της λάμπας•
зажечь свет ανάβωτο φως•
выключить свет σβήνω το φως•
чуть свет χαράματα, χαραυγή.
|| φέξιμο πρωινό•ещё до -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει.
2. το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογραφίας κ.τ.τ.).3. σαφήνεια, καθαρότητα αντίληψης, νόησης•свет истины το φως της αλήθειας•
свет знания το φως της γνώσης.
|| (χαίδ.) το είναι, η ύπαρξη•мой свет! το φως μου!
εκφρ.свет очей; свет жизни – το φως των ματιών• το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)•в два -а – παλ. με δυο σειρές παράθυρα•в -е – στο φως (α.πο άποψη)•показать в выгодном -е – δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί•представить в ложном -е – παρουσιάζω απατηλά•видеть в розовом -е – τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)•ни свет ни заря – βαθιά χαράματα, όρθρος βαθύς•чем свет – κ. чуть свет το λυκαυγές, η χαραυγή•пролить ή бросить свет – χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω).свет 2-а α.1. κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος•путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου•
части -а ο ι ήπειροι•
страны -а οι χώρες του κόσμου.
2. η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλλον•всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέρει.
|| ανώτερο κοινωνικό στρώμα•высший ο αριστοκρατικός κόσμος, η αριστοκρατία•
большой свет η ανώτερη κοινωνία.
εκφρ.Божий свет – βλ. 1 σημ. не близкий (близок, близкий) (απλ.) είναι μακριά ακόμα•новый свет – ο νέος κόσμος (η Αμερική)•старый свет – ο παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)•тот свет – ο άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)•этот свет – ο επίγειος κόσμος•- а преставление – βλ. светопреставление• на этом -е σ αυτόν τον κόσμο (τον επίγειο)•всё (никто, ничто) на -е – το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει, την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)•выйти в свет ή увидеть свет – βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέπω το φως της δημοσιότητας•извлечь на (божий) свет – βγάζω από το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)•сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету – θανατώνω•родиться ή появиться на свет – α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, β) εμφανίζομαι•на чем свет стоит – εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα. -
11 средний
-яя, -ееεπ.μεσαίος, μέσος, μεσιανός•-ее окно μεσαίο παράθυρο•
-яя годовая температура η μέση ετήσια θερμοκρασία.
|| κεντρικός•-яя азия Μέση ή Κεντρ ική Ασία.
|| μέτριος•средний ученик μέτριος μαθητής.
εκφρ.в -ем – κατά μέσο όρο•высше -его – παραπάνω από το μέσο όριο ή το κανονικό•ниже -его – κάτω του μέσου ορίου ή του κανονικού•не что -ее – κάτι το μέσο, το ενδιάμεσο, το μεταξύ•- ее образование – η μέση μόρφωση, ηδε-κατάξια (γυμνασιακή)•средний палец – το μεσαίο δάχτυλο•- ее ухо – το μεσαίο αυτί•- яя школа – το μεσαίο (δεκατάξιο) σχολείο•- их лет – μέσης ηλικίας•средний залог – (γραμμ.) η μέση διάθεση των ρημάτων.
См. также в других словарях:
.ασία — ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc/acc dual ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐσίᾱ , ἐσία fem nom/voc/acc dual ἐσίᾱ , ἐσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσία — ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc/acc dual ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.ασίᾳ — ἀσίᾱͅ , ἄσιος Asian fem dat sg (attic doric aeolic) ἐσίᾱͅ , ἐσία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσίᾳ — ἀσίᾱͅ , ἄσιος Asian fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσία — Ἀ̱σίᾱ , Ἄσιος fem nom/voc/acc dual Ἀ̱σίᾱ , Ἄσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἀσίᾱ , Ἀσία Asia fem nom/voc/acc dual (ionic) Ἀσίᾱ , Ἀσία Asia fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) Ἀσίᾱ , Ἀσίης masc nom/voc/acc dual Ἀσίᾱ , Ἀσίης… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσίᾳ — Ἀ̱σίᾱͅ , Ἄσιος fem dat sg (attic doric aeolic) Ἀσίαι , Ἀσία Asia fem nom/voc pl (ionic) Ἀσίᾱͅ , Ἀσία Asia fem dat sg (attic doric ionic aeolic) Ἀσίᾱͅ , Ἀσίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek
ξιπ(π)ασιά — η (εσφ. γρφ.) βλ. ξυπασιά … Dictionary of Greek
Ἀσιανά — Ἀσιᾱνά , Ἀσιανός Asia neut nom/voc/acc pl Ἀσιᾱνά̱ , Ἀσιανός Asia fem nom/voc/acc dual Ἀσιᾱνά̱ , Ἀσιανός Asia fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσιανῶν — Ἀσιᾱνῶν , Ἀσιανός Asia fem gen pl Ἀσιᾱνῶν , Ἀσιανός Asia masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)