Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Αρμενία

См. также в других словарях:

  • Ἀρμενία — Ἀρμενίᾱ , Ἀρμένιος Armenia fem nom/voc/acc dual Ἀρμενίᾱ , Ἀρμένιος Armenia fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἀρμενίᾱ , Ἀρμενία Armenia fem nom/voc/acc dual Ἀρμενίᾱ , Ἀρμενία Armenia fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἀρμενίᾱ , Ἀρμενίη fem …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρμενίᾳ — Ἀρμενίᾱͅ , Ἀρμένιος Armenia fem dat sg (attic doric aeolic) Ἀρμενίᾱͅ , Ἀρμενία Armenia fem dat sg (attic doric aeolic) Ἀρμενίᾱͅ , Ἀρμενίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Ἀρμένια — Ἀρμένιον copper carbonate neut nom/voc/acc pl Ἀρμένιος Armenia neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρμένια — σάνδυξ a bright red colour neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μικρή Αρμενία — Βλ. λ. Αρμενία …   Dictionary of Greek

  • Ἀρμενίας — Ἀρμενίᾱς , Ἀρμένιος Armenia fem acc pl Ἀρμενίᾱς , Ἀρμένιος Armenia fem gen sg (attic doric aeolic) Ἀρμενίᾱς , Ἀρμενία Armenia fem acc pl Ἀρμενίᾱς , Ἀρμενία Armenia fem gen sg (attic doric aeolic) Ἀρμενίᾱς , Ἀρμενίη fem acc pl Ἀρμενίᾱς ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρμενίαι — Ἀρμενίᾱͅ , Ἀρμένιος Armenia fem dat sg (attic doric aeolic) Ἀρμενίᾱͅ , Ἀρμενία Armenia fem dat sg (attic doric aeolic) Ἀρμενίᾱͅ , Ἀρμενίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρμενίαν — Ἀρμενίᾱν , Ἀρμένιος Armenia fem acc sg (attic doric aeolic) Ἀρμενίᾱν , Ἀρμενία Armenia fem acc sg (attic doric aeolic) Ἀρμενίᾱν , Ἀρμενίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρμενιῶν — Ἀρμενία Armenia fem gen pl Ἀρμενίη fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»