Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Αζόρες

См. также в других словарях:

  • Αζόρες — (Azores). Νησιωτικό σύμπλεγμα (2.305 τ. χλμ., 242.000 κάτ. το 2001) του βόρειου Ατλαντικού. Ανήκει πολιτικά στην Πορτογαλία και αποτελεί τμήμα του μητροπολιτικού εδάφους της. Βρίσκεται μεταξύ 36° 55’ και 39° 43’ βόρειου πλάτους και 25° 1’ και 31° …   Dictionary of Greek

  • Ατλαντίδα — Μυθολογική χώρα στον Ατλαντικό ωκεανό, η οποία πιθανολογείται ότι εξαφανίστηκε μαζί με ολόκληρο τον πληθυσμό της στους πολύ μακρινούς χρόνους της προϊστορίας. Ο Πλάτων, στους διαλόγους Τίμαιος και Κριτίας, την περιγράφει με λεπτομέρειες,… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • αζορίτης — Τανταλικό άλας του ασβεστίου με χημικό τύπο CaTa2O6, που συναντάται στις Αζόρες, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία του. * * * (azorite), ο (Ορυκτ.) τανταλικό άλας τού ασβεστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. azorite <… …   Dictionary of Greek

  • ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …   Dictionary of Greek

  • τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… …   Dictionary of Greek

  • φαϋαλίτης — ο, Ν (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό τού σιδήρου, που ανήκει στην ομάδα τών ολιβινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fayalite < Fayal, νησί στις Αζόρες] …   Dictionary of Greek

  • Αγία Μαρία — (Santa Maria).Ονομασία διαφόρων νησιών και πόλεων. 1. Νησί στις βορειοδυτικές Αζόρες με έκταση 109 τ. χλμ. και πληθυσμό 10.000 κατοίκους. 2. Λέγεται και νησί Τσαρλς και ανήκει στην ομάδα των νησιών Γκαλαπάγκος. 3. Νησί στον Ειρηνικό ωκεανό, στη… …   Dictionary of Greek

  • Αλμαγρουρίνοι — Όνομα το οποίο δόθηκε σε οκτώ μουσουλμάνους περιηγητές από τη Λισαβόνα, όταν ανακάλυψαν τα νησιά Αζόρες (1000 μ.Χ.). Η λέξη προέρχεται από το αραβικό Αλ Μαγρεουίν (εκείνοι που πορεύονται δυτικά). Οι περιηγητές αυτοί, πλάνητεςπεπλανημένοι σύμφωνα… …   Dictionary of Greek

  • Ατλαντικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (106.100.000 τ. χλμ.) ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αφρική και τη Βόρεια και Νότια Αμερική. Ανάμεσα στις ηπειρωτικές μάζες της Ευρώπης και της Αφρικής στα ανατολικά και στα δυτικά της Αμερικής απλώνεται η απέραντη θαλάσσια έκταση… …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»