-
1 αἵμων
αἵμων, - ονοςGrammatical information: adj.Meaning: only Ε 49 Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης, meaning uncertain (`skilful'?)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No etym. The proposal by Fay IF 26, 27ff. (to Lat. aemulor as `raptor, rapax') was rejected by Kretschmer Glotta 3, 335. The word is found in Thessalian names, Ίππαίμων, Αἵμονος; Bechtel Dial. 1, 203.Page in Frisk: 1,40Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἵμων
См. также в других словарях:
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek