-
1 Ιούλω
-
2 Ἰούλῳ
-
3 ιούλω
-
4 ἰούλῳ
-
5 Ἰουλώ
-
6 οὐλώ
-
7 ἴουλος
ἴουλος, ὁ (vgl. οὖλος), 1) das Milchhaar, die erste Spur des Barthaares, gew. im plur., ἴουλοι ὑπὸ κροτάφοισιν, Backenbart, Od. 11, 319; στείχει δ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων Aesch. Spt. 516; τούτῳ παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καϑέρπει Xen. Conv. 4, 23; λεπτοί Asclepds. 1 (XII, 36); ἀνϑήσαντες Antp. Th. 21 (VI, 198), öfter in der Anth., vgl. Ep. ad. 695 ( App. 306). – 21 die Korngarbe, vgl. οὖλος u. nom. propr. Οὐλώ u. Ἰουλώ; auch ein Lied zu Ehren der Demeter, Schol. zu Lycophr. 23 u. Semus Ath. XIV, 618 d. – 31 die männliche Blüthe bei Pflanzen mit getrennten Geschlechtern, Theophr. – 41 ein Insekt, der Vielfuß, Arist. H. A. 4, 1, neben dem σκολόπενδρον genannt, vgl. 5, 32; bei Ath. VII, 305 a nennt Numenius die Regenwürmer so; vgl. Arat. Dios. 225 u. Schol. – 51 = ἰουλίς, Eratosth. Ath. VII, 284 d.
-
8 βρύω
βρύω [pron. full] [ῠ], mostly [tense] pres.: [tense] impf., Pherecyd.Syr. ap. D.L.1.122, Nicaenet.7: [tense] aor. part.Aβρύσας Procop.
(v. infr.):— to be full to bursting:1 c. dat., swell or teem with, esp. of plants, ἔρνος.. βρύει ἄνθεϊ λευκῷ swells with white bloom, Il.17.56, cf. E.Ba. 107 (lyr.);κισσῷ κάρα βρύουσαν Eub.56.6
; ἰούλῳ, θριξί, κόμαις, Philostr.Her.2.2, Alciphr.3.31, Luc.Am.12;γῆ φυτοῖς βρύουσα Arist.Mu. 392b15
; alsoβρύει ἱερὰ βουθύτοις ἑορταῖς B.3.15
: metaph., βίος.. βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις κτλ. Ar.Nu.45; of men,β. δόξᾳ B.12.179
;παμμάχῳ θράσει βρύων A.Ag. 169
(lyr.);ἀγαθοῖσι βρύοις Id.Supp. 966
(anap.);μαντικῇ β. τέχνῃ Id.Fr.350.6
; ;β. ἄνθεσιν ἥβας Tim.Pers. 221
;βρύουσαν ἀοιδὰν σοφίᾳ Lyr.Alex.Adesp. 20.4
;ἐμπόριον πλούτῳ βρύον Jul.Or.2.71d
.2 c. gen., to be full of,χῶρος.. βρύων δάφνης ἐλαίας ἀμπέλου S.OC16
;βρύοντα στέφανον μύρτων Ar.Ra. 329
(lyr.); στεφάνων δόμος ἔβρυεν prob. l. in Nicaenet. l.c.;τράπεζαν.. κόσμου βρύουσαν Alex.86.3
;καρπόν.. βρύειν σμαράγδου λίθου Philostr.VA5.5
;τόπος β. ὕλης J.AJ13.3.1
;φθειρῶν ἔβρυον πᾶς Pherecyd.Syr.
l.c.: metaph.,νόσου β. A.Ch.70
.3 abs., abound, grow luxuriantly, S.El. 422; of the earth, teem with produce, X.Cyn.5.12, cf. Philostr. VA3.56; of water, burst forth,ὕδωρ βρύσαν ἐξ ὑπονόμων Procop.Arc.19
.4 c. acc. cogn., burst forth with, gush with, γλυκύ, πικρὸν [ὕδωρ] Ep.Jac.3.11;τὴν γῆν τὰ οἰκεῖα βρύειν φησὶν ἀγαθά Ael.Fr.25
; causal,Ὧραι β. λειμῶνας Him.Or.1.19
;ῥόδα Anacreont.44.2
.—Poet. and later Prose. -
9 Οὐλώ
-
10 συγκάτειμι
συγκάτ-ειμι, ( εἶμιA ibo) go down with, τινι Luc.DMort.27.7; of hair on the side of the face,σ. τῷ ἰούλῳ παρὰ τὸ οὖς Philostr.Im.1.10
: abs., descend together, Arist. Pr. 907b11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκάτειμι
-
11 ἴουλος
A down, the first growth of the whiskers and beard, in pl., : later in sg.,στείχει δ' ἴ. ἄρτι διὰ παρηΐδων A.Th. 534
;πρᾶτον ἴ. ἀπὸ κροτ άφων καταβάλλειν Theoc.15.85
;ἔτι χνοάοντας ἰούλους ἀντ έλλων A.R.2.43
; (Antip. Thess.);ἰούλοις πλῆσαι παρειάς IG14.1601
.IV creature like the centipede, prob. the wood-louse, Arist.HA 523b18, PA 682b3, Thphr.Sign.19,Arat.959; earthworm, Numen. ap. Ath.7.305a. -
12 ὑπανθέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπανθέω
-
13 ἴουλος
Grammatical information: m.Meaning: `down, first growth of the beard etc.; corn-sheaf; catkin'; also name of a worm like the centipede (λ 319, A. Th. 534, Arist., Thphr.).Compounds: As 1. member e. g. in ἰουλό-πεζος "with feet like an ἴουλος", of a ship, i. e. `with many rowers' (Lyk. 23).Derivatives: ἰουλίς f. fish-name `Coris iulis' (Arist.), after the resemblance with a centipede (Strömberg Fischnamen 125; also Thompson Fishes s. v.), also called ἴουλος (Eratosth.); Ίουλώ f. "goddess of cornscheaf" = Demeter (Semus 19), from there back-formed ἴουλος `song for Demeter' (ibid., Eratosth.; wrong Mann Lang. 28, 38), also καλλίουλος (for καλλι-ίουλος, Semus); ἰουλώδης `like a centipede' (Arist.); denomin. verb ἰουλίζω `get down' (Tryph.).Etymology: From *Ϝί-Ϝολνος through reduplication (cf. ἴονθος), to οὖλος `woolly, fuzzy' (s. v.) and 2. εἰλέω (\< *Ϝελνέω) `turn, wind'.Page in Frisk: 1,731Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἴουλος
См. также в других словарях:
Ιουλώ — Ἰουλώ, ἡ (Α) [ίουλος] (επίθ. τής Δήμητρας) η θεά τών δεματιών, τών σταχιών … Dictionary of Greek
Ἰούλῳ — Ἴουλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰούλῳ — ἴουλος down masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ουλώ — Αναφέρεται και ως Ιουλώ. Επίθετο της Δήμητρας της προστάτιδας των «ούλων» η «ιούλων», όπως λέγονταν στην αρχαία ελληνική τα χειρόβολα από θερισμένο κριθάρι. * * * Οὐλώ και Ἰουλώ, ἡ (Α) προσωνυμία τής Δήμητρος, ως θεάς τών ιούλων, δηλ. τών… … Dictionary of Greek
ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… … Dictionary of Greek
ουλώ — Αναφέρεται και ως Ιουλώ. Επίθετο της Δήμητρας της προστάτιδας των «ούλων» η «ιούλων», όπως λέγονταν στην αρχαία ελληνική τα χειρόβολα από θερισμένο κριθάρι. * * * (I) οὐλῶ, έω (Α) βλ. ούλω. (II) (ΑΜ οὐλῶ, όω) [ουλή] σχηματίζω ουλή, επιφέρω… … Dictionary of Greek
ούλω — Αναφέρεται και ως Ιουλώ. Επίθετο της Δήμητρας της προστάτιδας των «ούλων» η «ιούλων», όπως λέγονταν στην αρχαία ελληνική τα χειρόβολα από θερισμένο κριθάρι. * * * οὔλω και, κατά τον Ησύχ., οὐλῶ, έω (Α) 1. είμαι ολόκληρος, ακέραιος ή υγιής,… … Dictionary of Greek
χνοάζω — Α [χνόος /χνοῡς] 1. (για νέο) αρχίζουν να φαίνονται στο πρόσωπό μου οι πρώτες τρίχες, αποκτώ χνούδι, χνουδιάζω («ἡβῶντας καὶ ἰούλῳ τῷ πρώτῳ χνοάζοντας», Ιμέρ.) 2. φρ. «χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα» μόλις άρχισαν να ασπρίζουν τα μαλλιά του (Σοφ.) … Dictionary of Greek