Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Ίουλώ

См. также в других словарях:

  • Ιουλώ — Ἰουλώ, ἡ (Α) [ίουλος] (επίθ. τής Δήμητρας) η θεά τών δεματιών, τών σταχιών …   Dictionary of Greek

  • Ἰούλῳ — Ἴουλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰούλῳ — ἴουλος down masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ουλώ — Αναφέρεται και ως Ιουλώ. Επίθετο της Δήμητρας της προστάτιδας των «ούλων» η «ιούλων», όπως λέγονταν στην αρχαία ελληνική τα χειρόβολα από θερισμένο κριθάρι. * * * Οὐλώ και Ἰουλώ, ἡ (Α) προσωνυμία τής Δήμητρος, ως θεάς τών ιούλων, δηλ. τών… …   Dictionary of Greek

  • ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… …   Dictionary of Greek

  • ουλώ — Αναφέρεται και ως Ιουλώ. Επίθετο της Δήμητρας της προστάτιδας των «ούλων» η «ιούλων», όπως λέγονταν στην αρχαία ελληνική τα χειρόβολα από θερισμένο κριθάρι. * * * (I) οὐλῶ, έω (Α) βλ. ούλω. (II) (ΑΜ οὐλῶ, όω) [ουλή] σχηματίζω ουλή, επιφέρω… …   Dictionary of Greek

  • ούλω — Αναφέρεται και ως Ιουλώ. Επίθετο της Δήμητρας της προστάτιδας των «ούλων» η «ιούλων», όπως λέγονταν στην αρχαία ελληνική τα χειρόβολα από θερισμένο κριθάρι. * * * οὔλω και, κατά τον Ησύχ., οὐλῶ, έω (Α) 1. είμαι ολόκληρος, ακέραιος ή υγιής,… …   Dictionary of Greek

  • χνοάζω — Α [χνόος /χνοῡς] 1. (για νέο) αρχίζουν να φαίνονται στο πρόσωπό μου οι πρώτες τρίχες, αποκτώ χνούδι, χνουδιάζω («ἡβῶντας καὶ ἰούλῳ τῷ πρώτῳ χνοάζοντας», Ιμέρ.) 2. φρ. «χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα» μόλις άρχισαν να ασπρίζουν τα μαλλιά του (Σοφ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»