Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Έλευσίνιος

См. также в других словарях:

  • Ἐλευσίνιος — of Eleusis masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελευσίνιος — α, ο (AM Ἐλευσίνιος, α, ον) 1. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την Ελευσίνα ή κατοικεί σέ αυτήν 2. το ουδ. ως ουσ. τα Ελευσίνια τα Ελευσίνια Μυστήρια προς τιμήν τής Δήμητρας και τής Περσεφόνης αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἐλευσίνιος επίκληση… …   Dictionary of Greek

  • ελευσίνιος -α, -ο — 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελευσίνα, που γίνεται σ αυτή ή προέρχεται απ αυτή, ελευσινιακός. 2. το αρσ., Ελευσίνιος και θηλ. α ως κύρ. όν., ο κάτοικος της Ελευσίνας ή αυτός που κατάγεται από αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἐλευσινίων — Ἐλευσίνιος of Eleusis fem gen pl Ἐλευσίνιος of Eleusis masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλευσίνιον — Ἐλευσίνιος of Eleusis masc acc sg Ἐλευσίνιος of Eleusis neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλευσινίαιν — Ἐλευσίνιος of Eleusis fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλευσινίαις — Ἐλευσίνιος of Eleusis fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλευσινίην — Ἐλευσίνιος of Eleusis fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλευσινίης — Ἐλευσίνιος of Eleusis fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλευσινίοις — Ἐλευσίνιος of Eleusis masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλευσινίου — Ἐλευσίνιος of Eleusis masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»