Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

)+το+νοικοκυριό+2)+(

  • 41 бесхозяйный

    επ.
    1. αδέσποτος, ανάφεντος.
    2. χωρίς νοικοκυριό, φτωχός.

    Большой русско-греческий словарь > бесхозяйный

  • 42 восстановить

    -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восстановленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ, ανορθώνω, επανορθώνω• αναστηλώνω• ανακαινίζω, επαναδημιουργία ζαναφτιάνω•

    восстановить разрушенное войной хозяйство επανορθώνω το καταστραμμένο από τον πόλεμο νοικοκυριό•

    восстановить здоровье αποκατασταίνω την υγεία•

    восстановить прежних отношений αποκατασταίνω τις προηγούμενες σχέσεις.

    2. μτφ. αναπαρασταίνω, επαναφέρω•

    восстановить происшествие в память επαναφέρω στη μνήμη το συμβάν.

    3. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•

    восстановить в должности, в правах αποκατασταίνω στο αξίωμα, στα δικαιώματα.

    4. (προ)διαθέτω εχθρικά, ξεσηκώνω, στρέφω•

    он -ил против себя всех знакомых ξεσήκωσε έναν τίο του όλους τους γνωστούς (τα χάλασε με όλους).

    1. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι, επανορθώνομαι.
    2. μτφ. αναπαρασταίνομαι, επανέρχομαι, επαναφέρομαι (στη μνήμη, φαντασία).
    3. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι•

    восстановить в правах αποκατασταίνομαι στα δικαιώματα.

    Большой русско-греческий словарь > восстановить

  • 43 двор

    α.
    1. αυλή, προαύλιο•

    играть во -е παίζω στην αυλή•

    задний двор οπισθαύλιο.

    2. το αγροτικό νοικοκυριό, οικογένεια.
    3. σταυλος•

    скотный двор κτηνοστάσιο•

    птичий двор ορνιθώνας, ορνιθαρειό, κοτέτσι.

    εκφρ.
    ко -у (быть, прийтись) – είμαι από τους προσκείμενους, τα ‘χω καλά•
    на -е – έξω (στην αυλή)•
    ко -ам ή по -амπαλ. για το σπίτι (κατεύθυν-αη)•
    со -аπαλ. από το σπίτι•
    на -(пойти, сходить) – πηγαίνω στο αποχωρητήριο•
    весна на -е – έφτασε η Ανοιξη.
    α. Αυλή•

    царский двор η τσαρική Αυλή.

    Большой русско-греческий словарь > двор

  • 44 домашность

    θ. (απλ.)
    1. νοικοκυριό, νοικοκυροσύνη.
    2. οικιακά σκεύη.
    3. οικογενειακότητες•

    в общественной работе нельзя допускать στην κοινωνική δουλιά δεν επιτρέπονται οι οικογενειακότητες.

    Большой русско-греческий словарь > домашность

  • 45 дым

    -а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. -ы а.
    1. καπνός•

    пороховой дым καπνός μπαρούτης•

    густой дым πυκνός καπνός•

    нет -а без огня δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά (υπάρχει αιτία)•

    рассеяться как дым διαλύομαι σαν καπνός•

    столбом στήλη καπνού.

    || φάντασμα, φάσμα όραμα• σκιά, χίμαιρα.
    2. παλ. σπίτι, ατομικό νοικοκυριό•

    дань с -а δόσιμο (φόρος) κατά σπίτι.

    || φόρος ανάλογα με τίς καπνοδόχους σε κάθε σπίτι.
    εκφρ.
    в дым – (απλ.) δυνατά, (στα) γερά•
    дым коромыслом, дым столбом, – θόρυβος, ταραχή, πατιρντί, σαματάς•
    я поругался в дым – μάλωσα στα γερά.

    Большой русско-греческий словарь > дым

  • 46 захирелый

    επ.
    1. ισχνός, αδύνατος, καχεκτικός•

    захирелый мальчик καχεκτικό αγοράκι.

    2. μτφ. ξεπεσμένος, παρηκμασμένος•

    -ое хозяйство ξεπεσμένο νοικοκυριό.,

    Большой русско-греческий словарь > захирелый

  • 47 индивидуальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о; ατομικός, ξέχωρος•. -ые особенности учеников ατομικές ιδιομορφίες των μαθητών (ατομικός χαρακτήρας των μαθητών)•

    индивидуальный случай ξεχωριστή (ιδιαίτερη) περίπτωση•

    -ое хозяйство! ατομικό νοικοκυριό•

    -ое требование ατομική διεκδίκιση.

    εκφρ.
    индивидуальный перевязочный пакет – ατομικός επίδεσμος (τραυματία).

    Большой русско-греческий словарь > индивидуальный

  • 48 коллективный

    επ.
    συλλογικός, κολεχτιβίστικος•

    -ое руководство συλλογική καθοδήγηση•

    -ое хозяйство κολεχτιβίστικο νοικοκυριό•

    - договор συλλογική σύμβαση•

    -ая безопасность συλλογική ασφάλεια•

    коллективный дух κολεχτιβίστικο πνεύμα•

    коллективный принцип κολεχτιβίστικη αρχή.

    Большой русско-греческий словарь > коллективный

  • 49 колонистский

    επ.
    αποικιακός, του άποικου•

    -ое хозяйство αποικιακό νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > колонистский

  • 50 крепостной

    επ.
    1. δουλοκτητικός•

    -ые отношения δουλοκτητικές σχέσεις•

    -ое хозяйство δουλοκτητικό νοικοκυριό.

    2. πού ανήκει στο δουλοκτήτη•

    -ые крестьяне δουλοπάροικοι αγρότες.

    || ουσ. крепостной, -ая δουλοπάροικος, -η.
    επ.
    του φρουρίου, του κάστρου•

    -ая башня πύργος (παρατηρητήριο) του φρουρίου.

    επ.
    της αγοραπωλησίας•

    крепостной акт πράξη αγοραπωλησίας (έγγραφο).

    Большой русско-греческий словарь > крепостной

  • 51 крестьянский

    επ.
    αγροτικός•

    крестьянский вопрос αγροτικό ζήτημα•

    -ое движение αγροτικό κίνημα•

    -ая девочка χωριατοκόριτσο, -τοπούλα•

    - ое хозяйство ή крестьянский двор αγροτικό νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > крестьянский

  • 52 кулацкий

    επ.
    κουλάκικος, του κουλάκου•

    -ое хозяйство κουλάκικο νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > кулацкий

  • 53 ладить

    лажу, ладишь
    ρ.δ.
    1. τα έχω (τα πηγαίνω) καλά, τα ταιριάζω•

    ладить со всеми τά χω καλά με όλους•

    один с ним не -ил ένας δεν τα ταίριαζε μ αυτόν•

    они что-то не -ят αυτοί κάπως δεν τα πάνε καλά (μεταξύ τους).

    2. μτφ. φτιάχνω, διορθώνω, επισκευάζω• διευθετώ, ταχτοποιώ•

    дорогу -ят το δρόμο φτιάχνουν•

    ладить хозяйство φτιάχνω το νοικοκυριό.

    3. σκοπεύω, προτίθεμαι.
    4. επαναλαβαίνω (κοπανίζω, πιπιλίζω) τα ίδια και τα ίδια•

    он всё своё -ит όλο τα δικά του κοπανίζει.

    1. ταιριάζω•

    беседа у нас как-то не -ится δεν ταιριάζομε στην κουβέντα.

    2. σκοπεύω, προτίθεμαι.
    3. φτάχνομαι, γίνομαι, διορθώνομαι, επισκευάζομαι• διευθετούμαι, ταχτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > ладить

  • 54 мелкокрестьянский

    επ.
    μικροαγροτικός•

    -ое хозяйство μικροαγροτικό νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > мелкокрестьянский

  • 55 натуральный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. φυσικός•

    натуральный цвет φυσικό χρώμα•

    в -ую величину σε φυσικό μέγεθος•

    -ые богатства ο φυσικός πλούτος•

    -ая история φυσική ιστορία.

    2. φυσικός (ως αντώνυμο του τεχνητός)•

    натуральный мд φυσικό μέλι•

    натуральный шлк φυσικό μετάξι.

    3. απροσποίητος•

    натуральный смех φυσικό γέλιο•

    натуральный голос φυσική φωνή.

    4. σε είδος, σε προϊόν•

    натуральный налог φόρος σε είδος•

    натуральный обмен ανταλλαγή σε είδος•

    -ое хозяйство φυσικό νοικοκυριό (παραγωγή ειδών ιδίας χρήσης).

    εκφρ.
    натуральный ряд чисел – η φυσική σειρά των αριθμών (1, 2, 3, 4, 5 κλπ.)• -ая школа νατουραλιστική σχολή.

    Большой русско-греческий словарь > натуральный

  • 56 неисправный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно.
    1. αδιόρθωτος, ανεπιδιόρθωτος• χαλασμένος•

    радиопримник αδιόρθωτο ραδιόφωνο.

    || ατακτοπο ίητος, ακατάστατος, ρέμπελος•

    -ое хозяйство ακατάστατο νοικοκυριό.

    2. ασυνεπής•

    неисправный плательщик κακοπληρωτής.

    Большой русско-греческий словарь > неисправный

  • 57 нелишний

    -яя, -ее
    επ.
    οχι περίσσιος• ωφέλιμος, χρειαζούμενος•

    эта вещь -яя в хозяйстве αυτό το πράγμα χρειάζεται στο νοικοκυριό•

    считаю -им сказать δε θεωρώ περιττό να πω ή θεωρώ ωφέλιμο να πώ.

    Большой русско-греческий словарь > нелишний

  • 58 неупорядоченный

    επ.
    ατακτοποίητος, αδιευθέτητος, άστατος•

    -ое хозяйстно ατακτοποίητο νοικοκυριό•

    неупорядоченный образ жизни άστατη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > неупорядоченный

  • 59 обзаведение

    ουδ.
    1. εξασφάλιση, προμήθεια, εφοδιασμός (σε τρόφιμα, για το νοικοκυριό).
    2. πράγματα νοικοκυριού ή επαγγελματικά.

    Большой русско-греческий словарь > обзаведение

  • 60 обрядить

    -яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обряженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (διαλκ.) ντύνω γιορτινά, στολίζω.
    2. ταχτοποιώ, διευθετώ, κανονίζω•

    обрядить корову, коня ταχτοποιώ την αγελάδα, το άλογο.

    1. ντύνομαι γιορτινά, στολίζομαι.
    2. ταχτοποιώ, διευθετώ το νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > обрядить

См. также в других словарях:

  • νοικοκυριό — και νοικοκεριό, το 1. το σύνολο τών επίπλων, σκευών και πραγμάτων που είναι απαραίτητα σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια 2. ο οίκος, το σπιτικό, η οικογένεια («άνοιξαν κι αυτοί το νοικοκυριό τους») 3. η φροντίδα για τα οικονομικά ή για τα… …   Dictionary of Greek

  • νοικοκυριό — το 1. το σπιτικό, ο οίκος. 2. εποπτεία, επιστασία του σπιτιού: Δεν μπορεί να κάνει νοικοκυριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • ανοικοκύρευτος — η, ο (για ανθρώπους) 1. ακατάστατος, ατημέλητος 2. αυτός που δεν απέκτησε νοικοκυριό, ο άγαμος, ο εργένης 3. αυτός που δεν διευθύνει με τάξη και σύνεση το σπίτι του 4. (για σπίτια) αφρόντιστος, άτακτος, ακατάστατος …   Dictionary of Greek

  • ενδομενία — ἐνδομενία και ἐνδομενεία και ἐνδυμενία, η (Α) τα πράγματα τού σπιτιού, το νοικοκυριό («τὴν μὲν ἐνδομενίαν... ἐκ τῶν οικιῶν... διήρπασαν», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • κακοδιοικώ — (Μ κακοδιοικῶ, έω) διοικώ άσχημα, διακυβερνώ με κακό τρόπο χώρα, δήμο, επιχείρηση, νοικοκυριό, κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • κατούνα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 340 μ., 2.331 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 82 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • κολχόζ — Τύπος σοβιετικής γεωργικής συνεταιριστικής επιχείρησης, που κατείχε τα μέσα παραγωγής και δημιουργήθηκε στην ΕΣΣΔ μετά την Οκτωβριανή επανάσταση. Η λέξη προέρχεται από τη συντομογραφία Κολεκτίνοβγε Χοζιάιστβο. Βλ. λ. Σοβιετική Ένωση. * * * το… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»