Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

)+τα+χαρτιά

  • 41 выиграть

    ρ.σ.
    1. κερδίζω•

    выиграть в лотарее мотоцикл κερδίζω μοτοσυκλέττα στο λαχείο•

    выиграть в карты пять рублей κερδίζω στα χαρτιά πέντε ρούβλια•

    выиграть пари κερδίζω το στοίχημα.

    2. ωφελούμαι•

    население -ло от снижения цен οπλή-θυσμός (λαός) ωφελήθηκε από τις εκπτώσεις.

    3. νικώ•

    выиграть процесс κερδίζω το ‘δικαστήριο•

    -сражение κερδίζω τη μάχη•

    выиграть время κερδίζω χρόνο.

    Большой русско-греческий словарь > выиграть

  • 42 дуть

    дую, дуешь, ρ.δ.
    1. φυσώ, πνέω•

    -ет сильный ветер φυσά δυνατός άνεμος•

    в это окно -ет απ' αυτό το παράθυρο φυσά•

    дуть в трубку φυσώ στο σωλήνα.

    2. μτφ. κατασκευάζω με φύσημα•

    дуть бутылки φυσώ μποκάλια.

    4. φουσκώνω, διογκώνω.
    5. πράττω, επιδίδομαι με ζήλο. || πίνω πολύ, κατεβάζω•

    дуть водку πίνω πολλή βότκα.

    || μτφ. ξυλοκοπώ, ξυλοφορτώνω, φουσκώνω στο ξύλο.
    εκφρ.
    дуть губы (губки) – φυσώ από το κακό•
    и в ус (себе) не дуть καρφί δε μου καίγεται, δε με νοιάζει, καθόλου.
    φουσκώνω, διογκώνομαι•

    живот -лся φούσκωνε η κοιλία.

    || μτφ. περηφανεύομαι, κορδώνομαι, φουσκώνω σαν το γάλο. || πεισματώνω, γινατώνω, φουρκίζομαι, τσατίζομαι. || παίζω με πάθος•

    дуть в карты παίζω με μανία τα χαρτιά.

    ουδ. (τεχ.) φυσητήρας. || φύσημα (κατασκευής γυαλιού).

    Большой русско-греческий словарь > дуть

  • 43 зарок

    α.
    όρκος•

    он дал зарок не пить αυτός ορκίστηκε να μη ξαναπιεί (οιν. ποτά)•

    я взял с него, что он не будет курить τον έκανα να ορκιστεί οτι θα κόψει-το τσιγάρο•

    он положил на себя зарок не играть в карты ορκίστηκε να μη ξαναπαίξει, χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > зарок

  • 44 награфить

    -флю, -фишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. награфленный, βρ: -лен, -лена, -лею
    ρ.σ.μ.
    ριγώνω, χαρακώνω•

    награфить бумаги χαρακώνω χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > награфить

  • 45 нарвать

    -рву, -рвёшь, παρλθ. χρ. нарвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нарванный, -а, -о
    ρ.σ.μ. (με ποσοτική σημ.)
    1. κόβω, μαζεύω, δρέπω•

    нарвать цветов κόβω λουλούδια.

    2. σχίζω, κατακομματιάζω, κατ.ατεμαχίζω•

    нарвать бумаги σχίζω χαρτιά.

    3. βγάζω, εξάγω με ανατίναξη,• ανατινάζω.
    εκφρ.
    нарвать уши кому – (απλ.) τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ).
    -вёт, παρλθ. χρ. нарвал, -ла, -о
    ρ.σ.
    εμπυάζω, μαζεύω πύο•

    палец -ал το δάχτυλο έμασε πύο•

    десну -ло (απρόσ.) το ούλο έμασε πύο.

    Большой русско-греческий словарь > нарвать

  • 46 открыть

    -рою, -роешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открытый, βρ: -крыт, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ανοίγω•

    открыть сундук ανοίγω το σεντούκι•

    открыть зонтик ανοίγω την ομπρελίτσα•

    открыть окно ανοίγω το παράθυρο•

    открыть кастрюлю ξεκουπώνω την κατσαρόλα•

    открыть банку консервов ανοίγω την κονσέρβα ή το κονσερβοκούτι.

    || ξεκλειδώνω•

    открыть дверь ξεκλειδώνω την πόρτα.

    || μτφ. αφήνω ελεύθερα κάνω προσιτό•

    открыть границу ανοίγω τα σύνορα•

    открыть дорогу к знанию (μτφ.) ανοίγωτο δρόμο για τις γνώσεις.

    2. αποκαλύπτω, εμφανίζω, φανερώνω δείχνω•

    открыть карты (χαρτπ.) δείχνω τα χαρτιά.

    3. (διάφορες σημ.) открыть свет ανάβω το φως•

    открыть газ ανοίγω το γκαζ•

    открыть воду ανοίγω το νερό (την κάνουλα)•

    открыть новую школу ανοίγω καινούριο σχολείο•

    открыть клуб ανοίγω λέσχη.

    4. αρχίζω•

    открыть собрание ανοίγω τη συνέλευση•

    открыть театральный сезон ανοίγω τη θεατρική περίοδο•

    открыть огонь ανοίγω πυρ, αρχίζω τα πυρά.

    5. αποκαλύπτω, φανερώνω•

    открыть тайну εκμυστηρεύομαι.

    6. ανακαλύπτω•

    колумб -ыл америку ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική.

    εκφρ.
    открыть америку – (ειρν. για γνωστό πια γεγονός) ανακαλύπτω την Αμερική•
    открыть глаза кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (κάνω κάποιον να αντιληφθεί)•
    открыть счёт – α)ανοίγω λογαριασμό, βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο), β) αρχίζω την πληρωμή με λογαριασμό (για τράπεζα)• γ) ανοίγω το σκορ. δ) έχω (κάνω) την πρώτη επιτυχία.
    1. ανοίγω•

    чемодан -лся η βαλίτσα άνοιξε•

    книга -лась το βιβλίο άνοιξε.

    || ξεκλειδώνομαι•

    дверь -лась ключом η πόρτα άνοιξε με το κλειδί.

    2. ξανοίγομαι, εκτείνομαι, απλώνομαι. || (για μέλη του σώματος)διακρίνομαι, φαίνομαι. || μτφ. αποκαλύπτομαι.
    3. γίνομαι γνωστός, έρχομαι στο φως, βγαίνω στην επιφάνεια, στα φόρα• ανακαλύπτομαι•

    -лся заговор ανακαλύφτηκε συνομωσία.

    4. αρχίζω,κάνω έναρξη•

    театр -лся το θέατρο άνοιξε.

    5. εκμυστηρεύομαι όλα.
    6. (για πληγή) ανοίγω.
    εκφρ.
    глаза -лись – τα μάτια άνοιξαν (άρχισα να καταλαβαίνω).

    Большой русско-греческий словарь > открыть

  • 47 перебрать

    -беру, -берёшь, παρλθ. χρ. перебрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, διευθετώ, βάζω τάξη• ξεχωρίζω•

    перебрать бумаги и письма τακτοποιώ τα χαρτιά και τα γράμματα•

    перебрать вещи τακτοποιώ τα πράγματα.

    || διαλέγω, ξεδιαλέγω•

    перебрать картофель ξεδιαλέγω τις πατάτες.

    2. μτφ. (εν)θυμούμαι όλα ή πολλά με τη σειρά•

    перебрать в памяти события последних лет επαναφέρω στη μνήμη τα γεγονότα στα τελευταία χρόνια.

    || καλοεξετάζω, εξονυχίζω, κοσκινίζω.
    3. φτιάχνω από την αρχή• επιδιορθώνω, επισκευάζω.
    4. (τυπγρ.) ξαναστοιχειοθετώ•

    перебрать строчку ξαναστοιχειοθετώ τη σειρά (του κειμένου).

    5. συγκεντρώνω, (συμ)μαζεύω, συναθροίζω.
    6. παίρνω παραπάνω (από το κανονικό). || (χαρτπ.) παίρνω πόντους παραπάνω απ ό,τι χρειάζεται.
    εκφρ.
    перебрать по косточкам – εξετάζω λεπτομερώς, εξονυχιστικά, εξονυχίζω.
    1. διέρχομαι, περνώ, διαβαίνω.
    2. μετατοπίζομαι, μετακινούμαι, αλλάζω θέση, πηγαίνω αλλού. || αλλάζω διαμονή, μετοικώ.

    Большой русско-греческий словарь > перебрать

  • 48 перекинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ρίπτω, ρίχνω• μεταρρίπτω. || μετακινώ, μετατοπίζω• μεταφέρω. || γυρίζω, ξεφυλλίζω•

    перекинуть страницы книги ξεφυλλίζω το βιβλίο.

    2. ρίχνω μακρύτερα.
    3. κατασκευάζω, φτιάχνω•

    перекинуть мост ρίχνω γέφυρα.

    4. μεταθέτω.
    5. (διαλκ.) ανατρέπω, αναποδογυρίζω, αναστρέφω.
    1. ρίχνομαι, ρίπτομαι, μεταρρίπτομαι. || μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι περνώ•

    огонь -лся на соседний дом η φωτιά (πυρκαγιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.

    || αλλάζω, περνώ, στρέφομαι αλλού (για συνομιλία κ.τ.τ.).
    2. κατασκευάζομαι•

    ночью -лся мост τη νύχτα ρίχτηκε η γέφυρα.

    3. λιποταχτώ περνώ με το μέρος του αντίπαλου.
    4. αλληλορίχτω. || παίζω χαρτιά•

    перекинуть в преферансик παίζω πρέφα.

    5. (διαλκ.) ανατρέπομαι, αναστρέφομαι, αναποδογυρίζω. || κάνω τούμπες.

    Большой русско-греческий словарь > перекинуть

  • 49 перервать

    -рву, -вёшь, παρλθ. χρ. перервал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ., χρ. перерванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κόβω•

    -нитку, шнур κόβω την κλωστή, το σχοινί.

    2. (κατα)σχίζω (όλα, πολλά)•

    перервать все бумаги σχίζω όλα τα χαρτιά.

    3. διακόπτω•

    я вас -рву на минуту θα σας διακόψω για ένα λεπτό•

    перервать телефонную связь διακόπτω την τηλεφωνική επικοινωνία (σύνδεση).

    1. κόβομαι•

    лента -лась η ταινία κόπηκε.

    2. κόβομαι (για όλα, πολλά).
    3. διακόπτομαι•

    Большой русско-греческий словарь > перервать

  • 50 подпись

    θ.
    1. υπογραφή•

    бумаги пошли на подпись τα χαρτιά πήγαν για υπογραφή•

    давать (дать) на подпись δίνω για υπογραφή•

    он поставил свою подпись αυτός έβαλε την υπογραφή του•

    приказ за подписью директора διαταγή με υπογραφή του διευθυντή•

    подпись неразборчива η υπογραφή είναι δυσανάγνωστη•

    фальшивая подпись πλαστή υπογραφή.

    2. επιγραφή κάτω από (κείμενο, εικόνα κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > подпись

  • 51 подрать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подранный, βρ: -ран, -а, -о.
    1. ξεσχίζω•

    подрать всю бумагу ξεσχίζω όλα τα χαρτιά.

    2. φθείρω,καταστρέφω, χαλνώ•

    подрать за лето всю обувь χαλνώ για ένα καλοκαίρι όλα τα παπούτσια.

    3. τραβώ τιμωρώ•

    подрать за вихор τραβώ από την τούφα μαλλιών•

    подрать за уши τραβώ από τα αυτιά•

    подрать розгами βιτσίζω.

    4. το σκάζω, φεύγω τρεχάλα.
    5. μτφ. κατασπαράζω (για ζώα).
    βλ. драть(ся).

    Большой русско-греческий словарь > подрать

  • 52 подтасовать

    ρ.σ.μ. (χαρτπ.) ανακατώνω•

    карты ανακατώνω τα χαρτιά (για εξαπάτηση).

    || μτφ. διαστρεβλώνω, διαστρέφω, παραμορφώνω (σκόπιμα).,

    Большой русско-греческий словарь > подтасовать

  • 53 пробросать

    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω•

    пробросать все камни в воду ρίχνω όλες τις πέτρες στο νερό.

    || εξαντλώ•

    пробросать все карты в ходе игры ρίχνω όλα τα χαρτιά (ατού) στο παιγνίδι.

    2. ρίχνω (για ένα χρον. διάστημα)•

    пробросать целый день снег с крыши πετώ όλη τη μέρα το χιόνι από τη στέγη.

    1. ρίχνω• αλληλορίχνω.
    2. μτφ. αφήνω, παρατώ, εγκαταλείπω.

    Большой русско-греческий словарь > пробросать

  • 54 проиграть

    -аго, -аешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проигранный, βρ: -гран, -а, -о
    ρ.σ.
    1. χάνω, νικιέμαι, ηττώμαι•

    проиграть дело χάνω την υπόθεση•

    проиграть пари χάνω το στοίχημα•

    проиграть сражение χάνω τη μάχη•

    проиграть судебный процесс χάνω τη δίκη•

    проиграть партию в шахматы χάνω την παρτίδα στο σκάκι.

    || ξεπέφτω•

    проиграть в мнении товарищей ξεπέφτω στη συνείδηση των συντρόφων.

    2. χάνω στο παιγνίδι (χαρτιά, λοταρια κ.τ. τ.).
    3. εκτελώ, παίζω•

    проиграть мазурку на рояле παίζωμαζούρκα στο πιάνο•

    проиграть пластинку παίζωδίσκο γραμμοφώνου.

    4. παίζω•

    дети весь день проигратьли на дворе τα παιδιά όλη τη μέρα έπαιξανστην αυλή.

    || χάνω (λόγω παιγνιδιού)•

    дети проигратьли обед τα παιδιά έχασαν το γεύμα, γιατί έπαιζαν.

    χάνω στα τυχερά παιγνίδια.

    Большой русско-греческий словарь > проиграть

  • 55 прорыть

    ρ.σ.μ.
    1. σκάβω, (εκ)σκάπτω. || σκάβω διαμπερώς• κάνω σήραγγα.
    2. σκάβω (για ένα χρον. διάστημα).
    1. προχωρώ ανοίγοντας δρόμο.
    2. ψάχνω, ανασκαλίζω, -ευω•

    прорыть в бумагах целый час ανασκαλεύω τα χαρτιά ολόκληρη ώρα.

    Большой русско-греческий словарь > прорыть

  • 56 прочь

    επίρ.
    στην άκρη, στην μπάντα, πέρα•

    прочь с дороги αναμέρισε από το δρόμο.

    || ως κατηγ. έξω, κάτω, μακριά•

    прочь отсюда! έξω απ εδώ!•

    прочь убийца! μακριά φονιά!•

    подите прочь πηγαίνετε έξω•

    прочь эти бумаги πάρτε αυτά τα χαρτιά απ εδώ•

    прочь печаль διώξε τη θλίψη•

    -с моих глаз μακριά να μη σε βλέπω, να μη σε δουν τα μάτια μου.

    εκφρ.
    я не прочь – δεν είμαι αντίθετος ή δεν έχω αντίρρηση.

    Большой русско-греческий словарь > прочь

  • 57 разбросать

    παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбросанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. διασκορπίζω, πετώ άτακτα• διασπείρω•

    разбросать навоз διασκορπίζω την κόπρο•

    разбросать сено σκορπίζω το χορτάρι•

    разбросать семена διασκορπίζω τους σπόρους•, разбросать бумаги σκορπίζω τα χαρτιά.

    2. απλώνω, αοίγω(τα χέρια, τα πόδια).
    3. ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα• σπαταλώ, σκορπώ•

    -все деньги σκορπώ όλα τα χρήματα•

    разбросать на ветер εξανεμίζω•

    разбросать по всему свету σκορπίζω στα τέσσερασημεία του ορίζοντα.

    1. αγαπώ να ρίχνω• με τραβά η ρίψη.
    2. απλώνομαι, τεντώνομαι. || σκορπίζομαι.
    3. εκτείνομαι, είμαιδιασκορπισμένος, διεσπαρμένος•

    город разбросатьлея на далкое расстояние η πόλη εκτείνονταν σε μεγάλη απόσταση.

    4. ασχολούμαι, καταπιάνομαι με πολλές δουλείες• αποσπωμαι.

    Большой русско-греческий словарь > разбросать

  • 58 раскинуть

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. разбросать (2 σημ.).
    2. απλώνω, στρώνω•

    раскинуть ковр απλώνω το χαλί.

    3. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτείνω, εξαπλώνω.
    4. ανοίγω•

    раскинуть палатку ανοίγω τη σκηνή (αντίσκηνο).

    εκφρ.
    раскинуть карты – ρίχνω τα χαρτιά (για μάντεμα)•
    раскинуть умом (мозгами) – σκέφτομαι, συλλογίζομαι, καλομελετώ.
    1. βλ. разбросаться (2 σημ.).
    2. εκτείνομαι, απλώνομαι•

    впереди нас -лся город μπροστά μας εκτείνονταν η πόλη.

    Большой русско-греческий словарь > раскинуть

  • 59 раскрыть

    -крою, -кроешь ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω•

    раскрыть ящик ανοίγω το κιβώτιο•

    раскрыть дверь ανοίγω την πόρτα•

    раскрыть зонтик ανοίγω την ομπρέλα•

    раскрыть нож ανοίγω το σουγιά•

    раскрыть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    раскрыть глаза, рот ανοίγω τα μάτια, το στόμα.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω• φανερώνω•

    халат распахнулся и -ыл нижнее бель η ρόμπα άνοιξε και φάνηκαν τα εσώρουχα•

    раскрыть тайну αποκαλύπτω μυστικό•

    раскрыть замыслы врагов ξεσκεπάζω τα σχέδια (προθέσεις) του εχθρού•

    раскрыть загоеор ξεσκεπάζω τη συνομωσία.

    || μτφ. εκμυστηρεύομαι•

    он -ыл мне своё сердце αυτός μου άνοιξε την καρδιά του, τα είπε όλα.

    εκφρ.
    раскрыть глаза – ανοίγω τα μάτια (διαφωτίζω)•
    раскрыть чью игру – ξεσκεπάζω τις προθέσεις (τα σχέδια) κάποιου.
    1. ανοίγω, -ομαι•

    окно -лось το παραθύρι άνοιξε•

    дверь -лась η πόρτα άνοιξε•

    все ящики -лись όλα τα κιβώτια ανοίχτηκαν.

    || ανθίζω•

    розы -лись τα τρ ι-αντάφυλλα άνοιξαν.

    2. φαίνομαι•

    перед ними -лось море μπροστά τους φάνηκε η θάλασσα.

    3. μτφ. αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι•

    преступление -лось το έγκλημα αποκαλύφτηκε.

    4. δημιουργούμαι (για συνθήκες, πρού-θέσεις, δυνατότητες)•

    -лись перспективы άνοιξαν προοπτικές.

    5. (γι.α μέλη του σώματος)• αποκαλύπτομαι, φαίνομαι.
    6. (χαρτπ.) καλύπτω όλα τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > раскрыть

  • 60 резать

    режу, режешь, μτχ. ενεστ. режущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. резанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. κόβω, τέμνω•

    резать хлеб κόβω ψωμί•

    резать мясо κόβω κρέας•

    резать металл κόβω μέταλλο.

    || διαχωρίζω•

    дорога режет поле ο δρόμος κόβει το χωράφι.

    || αυλακώνω•

    лодка режет воду η βάρκα αυλακώνει το νερό.

    2. σχίζω, ανοίγω, εγχειρίζω•

    его сегодня режут в больнице σήμερα θα τον εγχειρήσουν στο νοσοκομείο•

    резать нарыв σχίζω το απόστημα.

    3. αμ. κόβω•

    нож не режет το μαχαίρι δεν κόβει.

    4. σφάζω•

    резать кур σφάζω τις κότες.

    || κατασχίζω, κατασπαράζω•

    резать волк режет скотину ο λύκος κατασπαράζει τα ζώα.

    5. βλ. вырезать (2 σημ.).
    6. βλ. гравировать.
    7. προξενώ οξύ πόνο•

    ветер режет лицо ο αέρας ξυρίζει (το πρόσωπο)•

    вервка режет руку η τριχιά κόβει το χέρι•

    в желудке мне режет με σφάζει στο στομάχι.

    || μτφ. κατατρύχω, βασανίζω•

    резать в сердце βασανίζω την καρδιά, λυπώ κατάκαρδα•

    резать сознание τύπτω τη συνείδηση.

    8. απορρίπτω•

    резать на экзаменах κόβω στις εξετάσεις.

    9. λέγω ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα, απερίφραστα.
    10. Χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάταν με σημ.
    επιτακτική•

    так и режет, так и режет! και λέει και λέει! κόβει η γλώσσα του!•

    режу в середину χτυπώ στη μέση (στο κέντρο)•

    пулемт режет το πολυβόλο θερίζει•

    свет режет в глаза το φως χτυπά κατάματα.

    11. μτφ. δυσχεραίνω άκρως, πνίγω.
    12. (αθλτ.) χτυπώ ξυστά.
    εκφρ.
    резать глаза ή глаз – χτυπώ στα μάτια άσχημα, κάνω κακή εντύπωση.
    1. κόβομαι.
    2. βλ. прорезаться (2 σημ.).
    3. αλλη-λομαχαιρώνομαι.
    4. χαρτοπαίζω, το ρίχνω στα χαρτιά.
    5. βλ. κλπ. ρ. μ. (εκτός 10, 11 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > резать

См. также в других словарях:

  • χαρτία — χαρτίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρτί — Λεπτό συμπιεσμένο στρώμα από επάλληλες ύλες κυτταρίνης, που χρησιμοποιείται κυρίως για γράψιμο ή ως υλικό συσκευασίας. Πρώτη ύλη για την κατασκευή του χ. είναι οι ίνες κυτταρίνης, που περιέχονται στα απορρίμματα του βαμβακιού, του λιναριού, του… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • χαρτομαντεία — Μέθοδος της μαντικής τέχνης, που προβλέπει το μέλλον με το ρίξιμο των χαρτιών της τράπουλας. Η χ. προήλθε από την αστρολογία, χρησιμοποιήθηκε όμως κυρίως από τα μέσα του 18ου αι. και διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ασκείται κυρίως από γυναίκες… …   Dictionary of Greek

  • Odysseas Elytis — Born November 2, 1911(1911 11 02) Heraklion, Greece Died March 18, 1996(1996 03 18) (aged 84) Athens, Greece …   Wikipedia

  • μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… …   Dictionary of Greek

  • μπάγκα — και μπάνκα, η 1. πιστωτικό ίδρυμα, τράπεζα 2. φρ. «κάνω τη μπάγκα» και «έχω τη μπάγκα» (στη χαρτοπαιξία) μοιράζω τα χαρτιά τής τράπουλας πληρώνοντας με δικά μου χρήματα όσους κερδίζουν και εισπράττοντας τα χρήματα όσων χάνουν, αλλ. μάνα… …   Dictionary of Greek

  • πικέτο — το, Ν 1. χαρτοπαίγνιο που παίζεται με 32 χαρτιά 2. η δεσμίδα με τα 32 χαρτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. picchetto] …   Dictionary of Greek

  • πόκερ — το, Ν παιχνίδι με χαρτιά τής τράπουλας το οποίο παίζεται από τέσσερεις συνήθως παίκτες με 32 χαρτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. poker (πιθ. < φλαμανδ. pokken «χτυπώ», από το οποίο επίσης προέρχεται το γαλλ. poquer)] …   Dictionary of Greek

  • ραμί — το, Ν (χαρτοπαίγν.) παιχνίδι για τέσσερεις παίκτες με 52 χαρτιά και έναν τζόκερ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rummy «είδος παιχνιδιού με χαρτιά»] …   Dictionary of Greek

  • σπόρκος — α, ο, Ν 1. (για ναυτιλιακά έγγραφα) σκάρτος, ελλιπής, μη καθαρός, που δεν είναι εν τάξει («έχει σπόρκα τα χαρτιά του» δεν έχει εν τάξει τα χαρτιά του και συνεπώς δεν μπορεί να έχει ελεύθερη επικοινωνία) 2. φρ. «τά βρήκε [ή τού ήρθαν] σπόρκα»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»