-
101 знамя
-мени, πλθ. знамна-мн ουδ.1. σημαία, μπαϊράκι, μπαντιέρα, φλάμπουρο, λάβαρο•красное знамя κόκκινη σημαία•
голубоблое, знамя γαλανόλευκη σημαία•
переходящее знамя η επαμειβόμενη σημαία•
боевое знамя το φλάμπουρο•
с развевающимися -нами με ξεδιπλωμένες τις, σημαίες•
полковое знамя η σημαία του συντάγματος•
водрузить знамя στήνω τη σημαία•
поднять знамя восстания υψώνω τη σημαία της εξέγερσης• σηκώνω μπαϊράκι•
призывать под -на καλώ κάτω από τις σημαίες.
2. μτφ. καθοδηγητική ιδέα•под -ем κάτω-από τη σημαία (υπο την καθοδήγηση).
εκφρ.высоко держать знамя – (κυρλξ. κ. μτφ.) κρατώ ψηλά τη σημαία•стать (или встать) под знамя – μιταίνω κάτω από τη σημαία (μετέχω στον αγώνα). -
102 знать
знать 1ρ.δ.μ.1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•-намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•
знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.
2. γνωρίζω, ξέρω•знать жизнь ξέρω τη ζωή•
знать математику ξέρω μαθηματικά•
знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•
русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.
|| μπορώ, δύναμαι•теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.
3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•
лично γνωρίζω προσωπικά.
|| ξεχωρίζω από τους άλλους•собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.
4. καταλαβαίνω, εννοώ•я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.
5. δοκιμάζω•он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.
6. ξέρεις, ξέρετε•я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.
εκφρ.знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•знать толк в чём; знать прок в чём – παλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•граммоте – παλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•не знать женщин – είμαι παρθένος•не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...- ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•как -ешь – όπως θέλεις•кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•по наслышке знать – εχω ακουστά•я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•- ет кошка чьё мясо сьла – παρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.знать 2όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.
знать 3-и θ.αριστοκρατία. -
103 идейка
-и θ.ασήμαντη (χαμένη) ιδέα. -
104 идейный
επ., βρ: -ен, -ина, -йно.1. ιδεολογικός•-ое единство партии ιδεολογική ενότητα του κόμματος•
-ое оружие ιδεολογικό όπλο.
2. ιδανικός, ιδεώδης•-ое содержание произведения η ιδέα του έργου.
3. προοδευτικός, προοδευτικών ιδεών•-ое искусство προοδευτική τέχνη•
идейный человек άνθρωπος προοδευτικών ιδεών.
-
105 идефикс
-3. α. έμμονη ιδέα, προκατάληψη. -
106 капитальный
επ.κεφαλαιώδης, βασικός,κύριος•капитальный вопрос κύριο ζήτημα•
-ая мысль κύρια ιδέα.
|| γενικός•капитальный счёт γενικός λογαριασμός.
|| γερός, σταθερός, στέρεος•-ое произведение γερό έργο.
εκφρ.- ые вложения – επενδύσεις κεφαλαίων•капитальный ремонт – γενική επισκευή•- ая стена – τοίχος αντιστήριξης•- ое строительство – κατασκευή δημοσίων έργων. -
107 колоть
колоть 1коли, колешь, μτχ. ενστ. колющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот, -а, -оρ.δ. μ.1. κεντρίζω, νύσσω, σουβλίζω, μπήγω τι αιχμηρό, τρυπώ•колоть штыком τρυπώ με τη λόγχη•
- ет (απρόσ.) в боку μου περνά πόνος σουβλερός στο πλευρό.
|| μαχαιρώνω, φονεύω, σκοτώνω• σφάζω•колоть барана σφάζω το πρόβατο.
2. μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω. || με πικραίνει, με τρώει (σκέψη, ιδέα, αίσθημα κ.τ.τ.).εκφρ.колоть глаза кому – μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον ντροπιάζω• προσβάλλω το αίσθημα κάποιου•правда глаза -ет – παρμ. η αλήθεια είναι πικρή ή είναι μαλώτρα• (темно) хоть глаз коли τρισκόταδο, έρεβος.κεντρώ, -ίζω, σουβλίζω•ёж -ется ο σκαντζόχοίρος κεντρίζει (με τ αγκάθια).
колоть 2колю, колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот,• -а, -оρ.δ.μ.σχίζω• κόβω• σπάζω, θραύω• κομματιάζω•колоть дрова σχίζω ξύλα•
колоть орехи σπάζω καρύδια•
колоть лёд σπάζω τον πάγο.
σπάζω, σχίζομαι εύκολα, είμαι εύθραυστος. -
108 кумекать
ρ.δ. (απλ.) φαντάζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι. || καταλαβαίνω, έχω ιδέα από (τέχνη, ειδικότητα). -
109 мерекать
ρ.δ. (απλ.) σκέφτομαι, συλλογίζομαι• αντιλαμβάνομαι• έχω ιδέα απο... -
110 мечтать
ρ.δ. ονειροπολώ, ρεμβάζω, φαντασιοκοπώ, ονειρεύομαι. || ποθώ μανιώδικα. || προύποθέτω ελπίζω.εκφρ.мечтать о себе (много, высоко) – έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου.ονειρεύομαι, ονειροπολώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
111 мнительность
-и θ.1. προκατάληψη. || υποχονδρία, έμμονη ιδέα.2. δυσπιστία. -
112 мнить
мню, мнишьρ.δ. παλ. θεωρώ, υπολογίζω, λογαριάζω•он мнит себя учёным θεωρεί τον εαυτό του επιστήμονα.
εκφρ.много ή высоко мнить о себе – θεωρώ τον εαυτό μου μεγάλο• έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου.μου φαίνεται•мне -ится μου φαίνεται, νομίζω.
-
113 навязчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о.1. ενοχλητικός, οχληρός, φορτικός, βαρετός•навязчивый че-ловк ενοχλητικός άνθρωπος•
навязчивый посетитель βαρετός επισκέπτης.
2. μτφ. έμμονος, επίμονος•-ая идея, мысль έμμονη ιδέα, σκέψη.
-
114 напасть
напасть 1-паду, -падёшь, παρλθ. χρ. напал-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. напавшийρ.σ.1. επιτίθεμαι, εφορμώ•напасть на неприятельскую крепость επιτίθεμαι κατά του εχθρικού οχυρού.
|| πέφτω•на посевы -ла саранча στα σπαρτά έπεσε ακρίδα•
волк -ил на стадо ο λύκος έπεσε στο κοπάδι.
2. ρίχνομαι, επιδίδομαι (με ζήλο).3. επίθεση (με λόγια, βρισιές, κατηγορίες κ.τ.τ.).4. πέφτω, με πιάνει, κατέχομαι•на меня -ла лень μ' έπιασε η τεμπελιά•
на него -ал сон τόν έπιασε ο ύπνος.
5. επιπίπτω, πέφτω επάνω, τυχαία ανακαλύπτω•напасть на золотоносную жилу πέφτω πάνω σε χρυσοφόρα φλέβα•
напасть на заячий след πέφτω σε τορό λαγού.
|| μτφ. (για σκέψη, ιδέα κ.τ.τ.) συλλαμβάνω τυχαία, βρίσκω. || συναντώ ανεπάντεχα, πέφτω επάνω.εκφρ.не на того (ту) -ал; не на робкого (робкую) -ал; не на дурака (дуру) -ал – δε σου περνά, δε βρήκες κορόιδο,,φοβιτσάρη, ουτό.напасть 2ρ.σ. βλ. нападать.напасть 3-и θ.δυστυχία, κακό, συμβάν. -
115 невдомёк
επίρ.με σημ. κατηγ. χωρίς να μαντέψω, χωρίς να μου περάσει η ιδέα ή να πάρω μυρουδιά. -
116 неотвязный
επ., βρ: -зен, -зна, -зноέμμονος, αξεκόλλητος ενοχλητικός, φορτικός•какой ты -! τι ενοχλητικός που είσαι!•
-ая мысль έμμονη ιδέα.
-
117 неотступный
επ., βρ: -пен, -пна, -пноανυποχώρητος, αξεκόλλητος, επίμονος, έμμονος•-ое преследование παρακολούθηση βήμα προς βήμα•
-ая мысль έμμονη ιδέα•
-ая просьба επίμονη παράκληση.
-
118 ноумен
-а α. (φιλοσ.) το νοούμενο (το υπεραισθητό, ιδέα, πνεύμα). -
119 осенить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осенённый, βρ: -нён, -нена, -нено.1. επισκιάζω, καλύπτω με τη σκιά. || μτφ. παλ. περιβάλλω, αγκαλιάζω.2. (για σκέψη, εικασία)• μού ρχεται, μου κατεβαίνει•-ла мени блестящая идея μου ήρθε μια φωτεινή ιδέα•
его -ло (απρόσ.) του ήρθε ή του κατέβηκε.
|| εμφανίζομαι, φαίνομαι•улыбка -ла лицо матери το χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο της μάνας.
εκφρ.осенить крстным знамением; осенить крестом – κάνω το σημείο του σταυρού, κάνω το σταυρό.παλ.επισκιάζομαι, καλύπτομαι με σκιά.εκφρ.осенить крстным знамением; осенить крестом – κάνω το σημείο του σταυρού, κάνω το σταυρό. -
120 поглотить
-ощу, -отишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поглощённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. παλ. καταπίνω καταβροχθίζω.2. καταχωνιάζω• ρουφώ•его -ло море τον κατάπιε η θάλασσα.
|| απορροφώ•поглотить влагу απορροφώ υγρασία•
губка -ла воду το σφουγγάρι απορρόφησε το νερό.
|| μτφ. απασχολώ•эта идея -ла его всего αυτή η ιδέα τον απορρόφησε κυριολεκτικά.
|| μτφ. αφομοιώνω• καταβροχθίζω•-много книг καταβροχθίζω πολλά βιβλία.
3. απομυζώ, τραβώ, παίρνω λίγο.καταπίνομαι• καταβροχθίζομαι. || απορροφούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
ἰδέα — ἰδέᾱ , ἰδέα form fem nom/voc/acc dual (ionic) ἰδέᾱ , ἰδέα form fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιδέα — (idea) (греч.) идея. см. Эйдос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… … Dictionary of Greek
ιδέα — η 1. τέλεια μορφή που συλλαμβάνουμε για κάτι: Ιδέα της τέλειας ισότητας. 2. έννοια κάποιου πράγματος ή ιδιότητας: Ιδέα του Θεού. – Ιδέα της πατρίδας. 3. ιδανικό, ιδεώδες: Ιδέα της ελευθερίας. – Ιδέα της δικαιοσύνης. 4. γνώμη που έχουμε για κάτι:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰδέᾳ — ἰδέαι , ἰδέα form fem nom/voc pl (ionic) ἰδέᾱͅ , ἰδέα form fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰδέαι , ἰδέω know pres ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Великая идея (Μεγάλη Ιδέα) — Великая идея (греч. Μεγάλη Ιδέα Мегали Идэа) ирридентистская концепция греков под игом Османской империи (Τουρκοκρατία), подразумевавшая реставрацию Византийской империи с центром в Константинополе. В среде греческой знати Константинополя… … Википедия
Μεγάλη Ιδέα — Πολιτικό και εθνικό ιδεώδες που διαδόθηκε στον ελληνικό κόσμο στις αρχές του 19ου αι. και διήρκεσε έως την τρίτη δεκαετία του 20ού αι. Ο όρος Μ.I. ανάγεται στον 19ο αι. και αποδίδεται στον Κωλέττη, αλλά η ύπαρξη και η επίδραση που άσκησε στους… … Dictionary of Greek
ἰδέας — ἰδέᾱς , ἰδέα form fem acc pl (ionic) ἰδέᾱς , ἰδέα form fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδέαι — ἰδέα form fem nom/voc pl (ionic) ἰδέᾱͅ , ἰδέα form fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰδέω know pres ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδέαν — ἰδέᾱν , ἰδέα form fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδεῶν — ἰδέα form fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)