-
1 hall
αίθουσα -
2 salle
αίθουσα -
3 vestibule
αίθουσα -
4 dvorana
αίθουσα -
5 hala
αίθουσα -
6 sál
αίθουσα -
7 síň
αίθουσα -
8 auditorium
αίθουσα -
9 hall
αίθουσα -
10 hol
αίθουσα -
11 sala
αίθουσα -
12 зал
зал м η αίθουσα, η σάλα \зал ожидания η αίθουσα αναμο νής актовый \зал η αίθουσα τελετών* * *мη αίθουσα, η σάλαзал ожида́ния — η αίθουσα αναμονής
а́ктовый зал — η αίθουσα τελετών
-
13 зал
-а α.αίθουσα, σάλα•актовый зал αίθουσα σχολικών εορτών και συγκεντρώσεων•
читальный зал αναγνωστήριο•
зрительный зал η αίθουσα του θεάτρου•
концертный зал αίθουσα συναυλιών•
зал ожидания αίθουσα αναμονής•
танцевальный зал αίθουσα χορού.
-
14 зал
залм ἡ αίθουσα, ἡ σάλα:актовый \зал ἡ αίθουσα τελετών· \зал ожидания ἡ αίθου· σα ἀναμονής· зрительный \зал ἡ αίθουσα, ἡ πλατεία (θεάτρου κ.λ.π.)· гимнастический \зал ἡ αίθουσα γυμναστικής, τό γυμναστήριο· читальный \зал τό ἀναγνωστήριο[ν]. -
15 диспетчерская
η αίθουσα ελέγχου, η αίθουσα διεκπεραίωσης, ав. о πύργος ελέγχου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диспетчерская
-
16 помещение
1. (внутренность здания, место, где помещается что-л.) о χώρ/ος, το διαμέρισμα, η αίθουσαвычитаемое - мор. μη εκμεταλλεύσιμος -доильное с.-х. - αρμέγματοςмор. о χώρος ενδιαίτησηςзакрытое - мор. κλειστός -неучитываемое - мор. εκπιπτόμενος -открытое - мор. ανοικτός-складское - αποθήκευσης, η αποθήκηслужебное - υπηρεσιακός -, εργασιακός -чердачное - στη σοφίτα, η σοφίτα2. (действие) η τοποθέτηση, η εγκατάσταση, (напр. денег вбанк) η κατάθεση, (опубликование) η δημοσίευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помещение
-
17 салон
1. (гостиная, зал) το σαλόνι 2. (напр. самолёта, автобуса) о χώρος των επιβατών 3. (напр. литературный) η λέσχη 4. (зал для демонстрации и продажи предметов торговли) το εκθετήριο, η εκθεσιακή αίθουσαхудожественный - έργων τέχνης, η πινακοθήκηη γκαλερί (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > салон
-
18 студия
το στούντιοτο εργαστήριοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > студия
-
19 аудитория
аудитория ж 1) (помещение ) η αίθουσα 2) (слушатели) το ακροατήριο, οι ακροατές* * *ж1) ( помещение) η αίθουσα2) ( слушатели) το ακροατήριο, οι ακροατές -
20 больше
больше 1. (сравн. cm. от большой ) μεγαλύτερος περισσότερος (по количеству)' этот зал \больше αυτή η αίθουσα είναι μεγαλύτερη 2. (сравн. cm. от много ) περισσότερο как можно \больше όσο το δυνατό περισσότερο спасибо, я \больше не хочу ευχαριστώ, δε θέλω άλλο* * *1. сравн. ст. от большойμεγαλύτερος; περισσότερος ( по количеству)2. сравн. ст. от многоэ́тот зал бо́льше — αυτή η αίθουσα είναι μεγαλύτερη
как мо́жно бо́льше — όσο το δυνατό περισσότερο
спаси́бо, я бо́льше не хочу́ — ευχαριστώ, δε θέλω άλλο
См. также в других словарях:
Αἴθουσα — Αἰθούσα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθουσα — portico fem nom/voc sg αἴθω light up pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… … Dictionary of Greek
αίθουσα — η 1. δωμάτιο υποδοχής, σάλα: Το σπίτι έχει μια αρκετά ευρύχωρη αίθουσα υποδοχής. 2. ευρύχωρος κλειστός χώρος προορισμένος για συγκεντρώσεις πολλών ατόμων: Η αίθουσα διαλέξεων της Αρχαιολογικής Εταιρείας δεν έχει καλή ακουστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰθούσας — αἰθούσᾱς , αἴθουσα portico fem acc pl αἰθούσᾱς , αἴθουσα portico fem gen sg (doric aeolic) αἰθούσᾱς , αἴθω light up pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) αἰθούσᾱς , αἴθω light up pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσας — Αἰθούσᾱς , Αἰθούσα fem acc pl Αἰθούσᾱς , Αἰθούσα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσαις — Αἰθούσα fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθούσαις — αἴθουσα portico fem dat pl αἴθω light up pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσης — Αἰθούσα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθούσης — αἴθουσα portico fem gen sg (attic epic ionic) αἴθω light up pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσῃ — Αἰθούσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)