-
1 αἴθουσα
αἴθουσα, ἡ, eigentl. partic. von αἴϑω, sc. στοά, eine Halle am Hause, von der Sonne erleuchtet, Hom. Iliad. 6, 243. 9, 472. 20, 11. 24, 238. 323. 644 Od. 3, 399. 493. 4, 297. 7, 336. 345. 8, 57. 15, 146. 191. 18, 102. 20, 176. 189. 21, 390. 22, 449; dreimal, Il. 6, 243. 20, 11 Od. 8, 57 im plur., homerisch für den sing.; Epitheta ἐρίδουπος u. ξεσταί – Vgl. Ariston. Scholl. Iliad. 20, 11. – Auch Sp. D.
-
2 αἴθουσα
αἴθουσα, eine Halle am Hause, von der Sonne erleuchtet -
3 αίθουσα
I.ηRaumII.ηSaal mIII.η αναμονήςWartesaal mIV.η διαλέξεωνHörsaal mV.η διδασκαλίαςUnterrichtsraum mVI.η δικαστηρίουGerichtssaal mVII.η εκθέσεωνAusstellungsraum mVIII.η ελέγχουKontrollraum mIX.η συνεδριάσεωνSitzungssaal mX.η υποδοχήςEmpfangssaal mXI.η χορούTanzsaal m -
4 αίθουσα εστιάσεως
η καθ.Speisesaal n -
5 αίθουσα με γκισέ / ταμεία
ηSchalterhalle f -
6 πυρ-αίθουσα
πυρ-αίθουσα, ἡ, vielleicht ein Theil des Töpferofens, Hom. ep. 15, 11, l. d.
-
7 Aethusa
Aethūsa, ae, f. (Αἴθουσα), Tochter des Neptun und der Alkyone, Apollos Geliebte, Arnob. 4, 26 (wo Plur. = Frauen wie Äth.).
-
8 ΑἼΘω
ΑἼΘω, nur praes. u. impf., brennen, Hom. αἰϑομένας δαΐδας Od. 1, 428. 434. 7, 101, λαμπτῆρσι αἰϑομένοισιν Od. 18, 343, αἰϑόμενον δαλόν Iliad. 13, 320, αἰϑομένοις ἱεροῖσιν Iliad. 11, 775 Od. 12, 362, ἄστεος αἰϑομένοιο Iliad. 21, 523, πυρὸς αἰϑομένοιο Iliad. 6, 182. 8, 563. 10, 246. 11, 596. 13, 673. 14, 396. 16, 81. 18, 1. 22, 150 Od. 11, 220. 19, 39. 20, 25, πυρὸς αἰϑομένου Iliad. 22, 135, αἰϑόμενον πῠρ Iliad. 16, 293. Aristarch behauptete, daß in der Verbdg mit πῦρ die passive (mediale) Form αἰϑόμενος activen Sinn habe, Aristonic. Iliad. 16, 81 πυρὸς αἰϑομένοιο: ἡ διπλῆ, ὅτι παϑητικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῠ, αἰϑομένοιο ἀντὶ τοῦ αἴϑοντος, vgl. Friedlaend. Ariston. 2 f. – Act., αἴϑειν πῠρ Her. 4, 145; – Aesch. Ag. 1410, δαλόν Ch. 599; ἱερά Soph. Phil. 1022; λαμπάδας Rhes. 95; – σέλας Rhian. 4 (XII, 93); – λαμπτῆρες οὐκέτ' ᾖϑον, sie brannten nicht mehr, Soph. Ai. 279; – φλὸξ αἴϑουσα Pind. Ol. 7, 48. – Pass., αἰϑόμενον πῠρ Pind. Ol. 1, 1; πεύκης σίλας αἴϑεται Eur. Tr. 2984 πᾶσα ἡ χώρα αἴϑεσϑαι ἐδόκει, schien in Flammen zu stehen, Xen. An. 6. 3, 19. Uebertr. ἔρωτι αἴϑεσϑαι Xen. Cyr. 5, 1, 15; Theocr. 7, 102; Ap. Rh. δίψαν αἰϑομένην 4, 1418, τραύματος αἰϑομένοιο 4, 600.
-
9 καταφλιὰ
-
10 ἐρί-δουπος
ἐρί-δουπος, sehr tosend, hallend, bei Hom. immer von leblosen Dingen, z. B. αἴϑουσα, ἀκταί Il. 20, 50, ποταμοί Od. 9, 515; s. ἐρίγδουπος.
-
11 Aethusa
Aethūsa, ae, f. (Αἴθουσα), Tochter des Neptun und der Alkyone, Apollos Geliebte, Arnob. 4, 26 (wo Plur. = Frauen wie Äth.).
См. также в других словарях:
Αἴθουσα — Αἰθούσα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθουσα — portico fem nom/voc sg αἴθω light up pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… … Dictionary of Greek
αίθουσα — η 1. δωμάτιο υποδοχής, σάλα: Το σπίτι έχει μια αρκετά ευρύχωρη αίθουσα υποδοχής. 2. ευρύχωρος κλειστός χώρος προορισμένος για συγκεντρώσεις πολλών ατόμων: Η αίθουσα διαλέξεων της Αρχαιολογικής Εταιρείας δεν έχει καλή ακουστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰθούσας — αἰθούσᾱς , αἴθουσα portico fem acc pl αἰθούσᾱς , αἴθουσα portico fem gen sg (doric aeolic) αἰθούσᾱς , αἴθω light up pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) αἰθούσᾱς , αἴθω light up pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσας — Αἰθούσᾱς , Αἰθούσα fem acc pl Αἰθούσᾱς , Αἰθούσα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσαις — Αἰθούσα fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθούσαις — αἴθουσα portico fem dat pl αἴθω light up pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσης — Αἰθούσα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθούσης — αἴθουσα portico fem gen sg (attic epic ionic) αἴθω light up pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσῃ — Αἰθούσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)