-
1 δερμίτις
(-ίτιδος) η см. δερματίτιδα -
2 εκραζίτις
(-ίτιδος) η взрывчатое вещество, взрывчатка -
3 εντεροκολίτις
(-ίτιδος) η мед. энтероколит -
4 μητρίτις
(-ίτιδος) η мед. воспаление матки -
5 τραχειίτις
(-ίτιδος) η мед. трахеит -
6 τυφλίτις
(-ίτιδος) η мед. тифлит -
7 δερματίτιδα
[-ίτις (-ίτιδος)] η мед. дерматит -
8 διφθερίτιδα
[-ίτις (-ίτιδος)] η мед. дифтерия -
9 εγκεφαλίτιδα
[-ίτις (-ίτιδος)] η мед. энцефалит
См. также в других словарях:
Πανορμίτις — ίτιδος, ἡ, Α η χώρα τού Πανόρμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πάνορμος + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. Ζεφυρ ίτις)] … Dictionary of Greek
Χαλινίτις — ίτιδος, ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που έβαλε χαλινάρι στον Πήγασο, που βοήθησε τον Βελλεροφόντη να τόν χαλιναγωγήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. ἁμαξ ῖτις)] … Dictionary of Greek
Χανανίτις — ίτιδος, ἡ, Μ 1. (για πρόσ.) γυναίκα κάτοικος ή καταγόμενη από τη Χαναάν 2. συνεκδ. ως επίθ. ευτελής, τιποτένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χαναάν + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. Λιβαν ῖτις)] … Dictionary of Greek
ραφανίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος κρίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. σταχυ ῖτις)] … Dictionary of Greek
σαΐτις — ίτιδος, ἡ, Α ονομασία εμπλάστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάϊς, ονομ. πόλης τής Αιγύπτου + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. κυαμ ῖτις)] … Dictionary of Greek
σαρκίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. κεραμ ῖτις). Ο λίθος ονομάστηκε έτσι λόγω τού χρώματός του] … Dictionary of Greek
σησαμίτις — ίτιδος, ἡ, Α 1. ως επίθ. α) (για την γη) αυτή που είναι σπαρμένη με σουσάμι β) (για έδεσμα) αυτή που είναι παρασκευασμένη με σουσάμι 2. το φυτό σησαμίς*, η ρεζεντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + επίθημα ῖτις, ίτιδος (πρβλ. θαμν ῖτις)] … Dictionary of Greek
σκυλακίτις — ίτιδος, ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Αρτέμιδος) προστάτιδα τών κυνηγετικών σκύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, ακος «μικρός σκύλος» + επίθημα ῖτις, ίτιδος (πρβλ. πελαργ ῖτις)] … Dictionary of Greek
τετραοδίτις — ίτιδος, ἡ, Α (για τη θεά Σελήνη) αυτή που συχνάζει στα σταυροδρόμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράοδος + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. τριοδ ῖτις)] … Dictionary of Greek
τευχίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος τού φυτού σχοίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦχος + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. βοτρυ ῖτις)] … Dictionary of Greek
τεφρίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. ὀνυχ ῖτις)] … Dictionary of Greek